Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφθαρτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άφθαρτος, επίθ.
  • 1) Που δε φθείρεται:
    • του Hφαίστου τ’ άρματα τα άφθαρτα (Kορων., Mπούας 123).
  • 2) Aκατάλυτος, αιώνιος:
    • άφθαρτος Θεός (Παϊσ., Iστ. Σινά 93).

[αρχ. επίθ. άφθαρτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφθαρτος -η -ο [áfθartos] Ε5 : α.που δεν έπαθε φθορά. ANT φθαρμένος: H παράσταση σώζεται εντελώς άφθαρτη. β. που δεν παθαίνει φθορά, που δε φθείρεται μερικώς ή ολικώς: Άφθαρτα υλικά. H ψυχή είναι αιώνια και άφθαρτη.

[λόγ. < ελνστ. ἄφθαρτος, αρχ. σημ.: `αιώνιος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφθαρτος, -η, -ο [áfθartos] (L) (& D άφταρτος [Palam, Vlachogiannis])
:
  • άφθαρτο είναι και σήμερα [το ιερό σκήνος]· όπως τα σώματα και των άλλων αγίων του Iόνιου (Palaiologos) |
  • για να καταδειχτεί πόσο έμειναν απαράλλαχτα και άφθαρτα από το χρόνο, σημειώνουμε μερικά από τα αρχαία ονόματα των ψαριών (Zappas)
  • ⓐ not worn-down, not well-trodden (ant τριμμένος, φαγωμένος):
    • τα άφθαρτα ατέλειωτα σκαλοπάτια σε οδηγούν σε κόσμους μακρινούς (Louros)
  • ⓑ not having suffered attrition or casualties, not worn out, not exhausted:
    • οι τέσσερες [μεραρχίες] έμπαιναν για πρώτη φορά στον αγώνα ξεκούραστες κι άφθαρτες (Terzakis)
  • ① fig not having lost its original meaning, not overworked or overused, fresh (syn άτριφτος 3):
    • αναζητούν με πάθος τη λέξη, μια λέξη καινούργια, άφθαρτη, άχραντη, .. που ξανάρχεται στο φως (Panagiotop)
  • ⓒ not affected by improper or base influences, not (morally) degraded, uncorrupted (syn αχάλαστος):
    • το κόμμα έχει δεκάδες ανθρώπους με πείρα διοικητική και επιτελική και κυρίως άφθαρτους |
    • η Δύση .. έμεινε ελεύθερη, για να σμίξει με το Bορρά, με το καινούργιο, βάρβαρο και άφθαρτο αίμα (Kanellop) |
    • να καλλιεργήσει .. στους νέους, τους άφθαρτους ακόμη τον κριτικό στοχασμό (Papanoutsos) |
    • το έθνος είχε αποκηρύξει τους αρχηγούς του και ζητούσε .. νέους ανθρώπους άφθαρτους (Theotokas) |
    • είναι λίγοι .. αυτοί που φθάνουν στην κορυφή και διατηρούνται άφθαρτοι (Stasinop)
  • ② indestructible, incorruptible, imperishable (syn ακατάλυτος 1, άφθορος, αχάλαστος, ant φθαρτός):
    • τοποθετείτε τα χρήματά σας σε κάτι που είναι απολύτως σίγουρο, άφθαρτο, ακίνδυνο |
    • η φυσική ορίζει .. ότι η ύλη είναι άφθαρτη, αδιάφορο αν αλλάζει μορφές (Theodorakop) |
    • φλογισμένο από την άφταρτη φωτιά, που καίει, μα που ποτέ δε σβήνει (Vlachogiannis) |
    • poem τόλμην πίνει ο οφθαλμός | από τ' άστρον, οπού χύνει | κύματα άφθαρτα φωτός (Solom) |
    • σ' ένα παλάτι αρχοντικό ..| ξενιτεμένη βρίσκεται κι άφταρτη βασιλεύει | μαρμαρογέννητη θεά κλ (Palam)
  • ⓓ fig indestructible, everlasting, undying, permanent (syn αθάνατος 3, άλιωτος 3b, άφθιτος, αχάλαστος):
    • άφθαρτη δόξα, ποίηση, χαρά |
    • άφθαρτο ιδανικό |
    • η αγάπη τους θα ήτον, απάνω απ' όλα αυτά τα διαβατικά και πρόσκαιρα, άφθαρτη και παντοτινή (Drosinis) |
    • ατενίζουν πέρα από τα εγκόσμια κάποιες άφθαρτες ιδέες (Roufos) |
    • οι αρχαίες τραγωδίες είναι άφθαρτες, γιατί .. ολοένα ανανεώνονται (Thrylos) |
    • οι απλές χριστιανικές αλήθειες μάς επιβάλλουν την άφθαρτη, την αιώνια ουσία τους (Chatzinis) |
    • poem παρά την έχτρα την παλιά, που 'ναι θεμελιωμένη | σκληρή, πατροπαράδοτη, άφθαρτη, στοιχειωμένη (Valaor)

[fr kath άφθαρτος ← postmed, MG ← PatrG, K, AG, cpd w. φθαρτός (: φθείρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες