Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφθα η [áfθa] Ο25 : (ιατρ.) μικρή έλκωση στο βλεννογόνο του στόματος, στα χείλια και στη γλώσσα.
[λόγ. < αρχ. ἄφθα]
[Λεξικό Κριαρά]
- άφθα η.
-
- Eξάνθημα ή μικρό και επιφανειακό έλκος στο στόμα:
- (Iερακοσ. 43322).
[αρχ. ουσ. άφθα. H λ. και σήμ.]
- Eξάνθημα ή μικρό και επιφανειακό έλκος στο στόμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφθα [áfθa] η, (L) med
- sore or blister in the mouth caused by various mycotic diseases, thrush (syn άφτρα1):
- εμφανίστηκαν άφθες στο στόμα του προβάτου (syn ελκώδης [or μυκητώδης] στοματίτιδα) |
- ~ aphthous stomatitis, canker sore
[fr kath άφθα ← MG ← AG (Hippocr. Aphorismi 3.24: mostly in pl. ἄφθαι); cf άφθα· η εν στόματι έλκωσις κλ; the etymol. fr άπτω is perh a folk-etymol. (Chantraine); cf MG άφθρα, der of which is άφτρα1]
- sore or blister in the mouth caused by various mycotic diseases, thrush (syn άφτρα1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αφθαλμός ο,
- βλ. οφθαλμός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφθαρσία η [afθarsía] Ο25 : η ιδιότητα του άφθαρτου: H ~ της ψυχής, η αθανασία, η αιωνιότητα. Ο νόμος της αφθαρσίας της ύλης του Λαβουαζιέ. (έκφρ.) μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στο αποφασιστικό, καθοριστικό σημείο για την εξέλιξη μιας κατάστασης.
[λόγ. < ελνστ. ἀφθαρσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφθαρσία η.
-
- (Θρησκ.) έλλειψη φθοράς, αθανασία, αιωνιότητα:
- βάπτισμα, χάρισμα αφθαρσίας (Φυσιολ. B 417).
[μτγν. ουσ. αφθαρσία. H λ. και σήμ.]
- (Θρησκ.) έλλειψη φθοράς, αθανασία, αιωνιότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθαρσία [afθarsía] η, (L)
- ① indestructibility, incorruption, imperishability (syn το άφθαρτο 2, ant φθορά):
- phys~ της ενέργειας και της ύλης conservation of energy and matter (syn διατήρηση) |
- αφού γίνει ό,τι επιβάλλεται για να εξασφαλιστεί η ~ του, πρέπει να προφυλαχτεί το λείψανο από ανίερα χέρια (Theotokas) |
- τ' άσπρα σπιτάκια, οι λουλακιές εκκλησιές είναι μια μορφή αφθαρσίας· είναι ακίνητα καθώς η αιωνιότητα (Panagiotop)
- ② L phr μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (& D ανάμεσα στη φθορά και στην ~) between life and death, under threat of destruction (syn phr μεταξύ ζωής και θανάτου):
- η χώρα παλεύει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας
[fr kath αφθαρσία ← postmed, ByzG ← PatrG, K]
- ① indestructibility, incorruption, imperishability (syn το άφθαρτο 2, ant φθορά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφθαρτα [áfθarta] adv (L)
- indestructibly, imperishably (near-syn ακατάλυτα)
[fr postmed (Somavera) άφθαρτα, der of άφθαρτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφθαρτίζω.
-
- Kάνω κάπ. άφθαρτο, αθάνατο:
- ει βούλει μετά της ψυχής το δέμας αφθαρτίσαι (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 546).
[μτγν. αφθαρτίζω]
- Kάνω κάπ. άφθαρτο, αθάνατο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθαρτίζω [afθartízo] aor subj αφθαρτίσω, (L)
- make indestructible by time, give immortal fame to, immortalize (syn απαθανατίζω 2):
- δουλεύει ν' αφθαρτίσει τ' όνομά του, να το φυλάξει από την υβρισιά του καιρού και του θανάτου (Prevelakis)
[fr postmed (Somavera), MG αφθαρτίζω ← PatrG (2nd c. AD; 8th c.; 826), der of άφθαρτος]
- make indestructible by time, give immortal fame to, immortalize (syn απαθανατίζω 2):