Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφατος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άφατος, επίθ.· άφαντος.
  • Πολύς, αμέτρητος, αναρίθμητος:
    • φουσσάτα άφαντα (Xρον. Mορ. H 4720).

[αρχ. επίθ. άφατος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφατος -η -ο [áfatos] Ε5 : που δεν μπορούν να τον περιγράψουν, να τον εκφράσουν· απερίγραπτος, ανείπωτος: Άφατη θλίψη / νοσταλγία / χαρά.

[λόγ. < αρχ. ἄφατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφατος, -η, -ο [áfatos] (L)
  • ineffable, inexpressible, undescribable, great, extreme (syn ανείπωτος 2, ανέκφραστος 1, άρρητος 1):
    • άφατη απόλαυση, ευδαιμονία, ηδονή, λύπη, ομορφιά |
    • άφατο μεγαλείο |
    • άφατο μίσος, νόημα |
    • άφατη αγάπη για την ελευθερία |
    • τους προκαλούσε άφατη γλύκανση να μνημονεύουν τα απόρρητα των γυναικών |
    • το βιβλίο, που αισθάνομαι μιαν άφατην επιθυμία όχι να το διαβάσω μόνον .. όχι απλώς σαν ωραίο ποίημα, αλλά να το αισθανθώ μετουσιωμένο μέσα μου (Palam) |
    • αποχώρησε απ' το σαλόνι με άφατη μεγαλοπρέπεια (Karagatsis) |
    • μια άφατη γοητεία ήταν διάχυτη παντού (ChZalokostas) |
    • ο μύθος εκφράζει .. το άφατο τούτο, τέλειο και ιερό πάθος (Theodorakop)

[fr kath άφατος ← PatrG, K, AG, cpd w. φατός (: φημί, φαμί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες