Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άυλο
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άυλο [áilo] το, (L)
  • ① sth immaterial or incorporeal (syn ασώματο 1):
    • η ομορφιά πού να βαρύνει; βαραίνει ο αιθέρας; βαραίνει το ~; (Palam) |
    • η ποίηση τουE. φαίνεται να τρικλίζει διαρκώς πάνω στο υλικό και στο ~, ανάμεσα στο αισθησιακό και το πνευματικό (Spandonidis) |
    • δίψα του [ανθρώπου] τ' άυλα να δει και τ' άπιαστα να πιάσει (Sardelis)
  • ② immateriality, incorporeality (syn in αϋλία 1):
    • ζητούσαν μερικοί αισθητικοί και συγγραφείς .. το ~ της μουσικής (Papantoniou)

[fr kath το άυλον ← postmed (Somavera), MG (5th c.), PatrG το ἄυλον (Hierocles Platon., 5th c. = ἀυλότης Plotin.), substantiv. n of ἄυλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλόγυρος ο [avlójiros] Ο20 : αυλή που περιβάλλει κτίσμα· περίβολος1: Στον αυλόγυρο της εκκλησίας / του σχολείου.

[αυλ(ή)1 -ο- + γύρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλόγυρος [avlόyiros] ο,
  • ① courtyard enclosure, wall, fence (syn αυλότοιχος, μαντρότοιχος, περίβολος):
    • πήδηξε τον αυλόγυρο |
    • διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο (Kondylakis) |
    • ήρθαν μαστόροι να ρίξουν τον τοίχο και να χτίσουν αυλόγυρο (Panagiotop) |
    • στα μακρινά χωριά ξεχωρίζεις το ασβέστωμα κάποιου αυλόγυρου (Galanou) |
    • poem .. σε λίγο πρόβαλε ο τραχύς ~, χτισμένος | με βράχους γωνιακούς κλ (Kazantz Od 1.701)
  • ② (enclosed) courtyard (syn in αυλή 1):
    • εσωτερικός, ευρύχωρος, πλατύς ~ |
    • σχολικός ~ schoolyard |
    • βγήκε, γλέντησε, κοιμήθηκε στον αυλόγυρο |
    • στον αυλόγυρο των ανακτόρων πάρκαραν τανκς |
    • ας μη διώχνουν τους λαϊκούς χορούς από τον αυλόγυρο της εκκλησιάς (Loukatos) |
    • σπίτια μέσα σε αυλόγυρους με λουλούδια (Varelas) |
    • τα φίδια κόβουν ολημέρα βόλτες στον αυλόγυρο (Kovvatzis) |
    • μπαινόβγαινε απ' το ιερό στον αυλόγυρο κι έδινε οδηγίες (KStergiop) |
    • poem τα κομπολόγια ξεκουκκίζουν στον | αυλόγυρο οι κουρασμένοι καλογέροι (Theros)

[cpd of αυλή & γύρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλόδουλος -η -ο [avlóδulos] Ε5 : που υπηρετεί με τρόπο δουλικό τα συμφέροντα της βασιλικής αυλής, που είναι απόλυτα υποταγμένος σ΄ αυτήν: Aυλόδουλη κυβέρνηση / πολιτική. || (ως ουσ.) ο αυλόδουλος.

[λόγ. αυλ(ή)2 -ο- + δούλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλόθυρα η [avlóθira] Ο27α : αυλόπορτα.

[λόγ.(;) αυλ(ή)1 -ο- + θύρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλόθυρα [avlόθira] η,
  • courtyard gate or door (syn αυλόπορτα, εξώπορτα, μαντρόπορτα):
    • βαριά, ξύλινη, τετράγωνη ~ |
    • η ~ του παπά ήταν κλειδομανταλωμένη (Christovasilis) |
    • τον πηγαίνει τα λίγα βήματα ως το δρομάκι, να κλείσει τάχα την ~ (Petsalis) |
    • το αυτοκίνητο .. είναι σταματημένο μπροστά στην ~ (Karagatsis) |
    • κάτι περίεργα σήμαντρα κρεμασμένα πίσω απ' τις αυλόθυρες (KStergiop) |
    • poem .. στέκεται η γυναίκα στην ~, | το ταίρι της, που θα 'ρτει, ν' αντικρύσει (Boumi-P)

[cpd w. θύρα; cf εξώθυρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλόκηπος [avlόcipos] ο,
  • garden found in a courtyard:
    • περπατούν με πλήξη στους κήπους τους, που είναι όλοι μικροί τετράγωνοι κλεισμένοι αυλόκηποι (Thrylos)

[cpd w. κήπος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλοκόλακας ο [avlokólakas] Ο5 : κόλακας ηγεμόνα, βασιλιά ή άλλου ισχυρού (πολιτικά) προσώπου.

[λόγ. αυλ(ή)2 -ο- + κόλαξ > κόλακας]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλοκόλακας [avlokόlakas] ο, (L)
  • person who fawns over royalty or powerful people, court sycophant:
    • τριγύριζαν στις διάφορες ιταλικές αυλές ακάθαρτοι και παρασιτικοί, αυλοκόλακες χωρίς μόρφωση (Ouranis) |
    • ήταν από κείνους τους αυλοκόλακες, που δίνουν κυνικές συμβουλές στους ηγεμόνες (Roufos) |
    • στ' ατίθασα άτια του Iέρωνος έπλεξε εγκώμια αθάνατα ένας φαμφαρόνος ~ (Grigoris) |
    • ο πρόεδρος είχε προβάλει σε μια πόρτα συντροφεμένος από την απαραίτητη συνοδεία .. των σωματοφυλάκων και των αυλοκολάκων (Theotokas) |
    • poem .. υποψιάζομαι | όλο το πλήθος των αυλοκολάκων (Katsaros)

[fr kath (neol: Koumanoudis αυλοκόλαξ, 1865-1896), cpd w. κόλαξ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλοκολακεία [avlokolacía] η, (L)
  • servile flattery of or fawning over royalty or powerful people:
    • η παράδοσις .. γεννιέται στους αυλικούς κύκλους και έχει για γνώρισμά της .. την ~ (Papatsonis) |
    • για τη βασίλισσα βρίσκει τρυφερότατες φράσεις αυλοκολακείας (Melas, adapted)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυλοκολακεία, cpd w. κολακεία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες