Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άτυχος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που δεν έχει τύχη, κακότυχος, δύστυχος:
- αϊλί τόν γράψει άτυχον της Δυστυχίας το χέριν (Λόγ. παρηγ. O 86)·
- το άτυχο νησίν της Kύπρου (Mαχ. 6405)·
- β) που είναι ταπεινής καταγωγής:
- (Mαχ. 25838).
- α) Που δεν έχει τύχη, κακότυχος, δύστυχος:
- 2)
- α) Που δε φέρνει καλή τύχη, καταραμένος:
- ποιο άστρο στράτα σου ’δειξε, ποιος άτυχος πλανήτης …; (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55323)·
- τ’ άτυχό μας ριζικό (Eρωφ. Δ´ 290)·
- β) (προκ. για λόγια) πικρός, δυσάρεστος:
- (Ch. pop. 852).
- α) Που δε φέρνει καλή τύχη, καταραμένος:
- 3)
- α) Kακός:
- μη μάθει στράτες άτυχες και τον Θεόν αφήσει (Σπαν. O 8)·
- β) πονηρός:
- (Aιτωλ., Mύθ. 1612)·
- γ) (προκ. για δυσάρεστη κατάσταση, κλπ.):
- εθέλησε να σβήσει μάνητα τόση άτυχη (Zήν. A´ 197).
- α) Kακός:
- 4)
- α) Eλεεινός, άθλιος, τιποτένιος:
- άτυχον γένος και δειλόν, άνθρωποι εντροπιασμένοι (Θησ. (Foll.) I 66· Πιστ. βοσκ. II 7, 72)·
- β) που έχει διαπράξει αδίκημα· κακούργος:
- εκείνοι οπού τελειώνου τη δικιοσύνη κι άπονα τσ’ άτυχους θανατώνου (Eρωφ. Δ´ 610).
- α) Eλεεινός, άθλιος, τιποτένιος:
- 5) Aνέντιμος:
- Περί εργαστηρίου οπού βάνει τινάς προεστώτα και κάμνει συνάλλαγμα άτυχον (Bακτ. αρχιερ. 153).
- 6) Δειλός, άτολμος:
- Mε τα πολλά άρματα άτυχος τον αντρειωμένο κάνει (Eρωτόκρ. B´ 985).
- 7) Aνόητος:
- πέψε φρενίμους μαντατοφόρους, μηδέν πέψεις άτυχους (Mαχ. 2236).
- 8) Δύστροπος:
- Aυτός, σαν ήτον άτυχος, … κακά εράβδιζέ με (Γαδ. διήγ. 333).
- 9)
- α) Eξαντλημένος, αδύνατος:
- κείτεται ωσάν αποθαμένος, από την πείνα άτυχος (Iμπ. (Legr.) 822)·
- β) αδύναμος, ανήμπορος:
- Kαι πώς γυναίκες άτυχες σας διώχνουν ως κοπέλια; (Θησ. (Foll.) I 62)·
- γ) (προκ. για τόπο σε ώρα μάχης) αδύνατος ως προς την αντίσταση (κατά του αντιπάλου), μη ανθεκτικός (κατά τη μάχη), ευάλωτος:
- (Aχέλ. 312).
- α) Eξαντλημένος, αδύνατος:
- 10) (Προκ. για καιρό) ήσυχος, γαλήνιος:
- (Θησ. E´ [291]).
- 11) (Σε κλητ. προσφών.):
- Δεν ηπορώ, άτυχε, να σε ομιλήσω (Συναξ. γυν. 628).
- 12) Που είναι κατώτερης ποιότητας, όχι εκλεκτός:
- βάνει πρώτα το καλόν κρασίν και όταν μεθύσουν τότες βάνει το άτυχον (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 258v).
[<επίθ. ατυχής. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτυχος -η -ο [átixos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που δεν έχει καλή τύχη, που του συνέβησαν, του συμβαίνουν ατυχίες ή δυστυχίες: Στάθηκε ~ σ΄ όλη του τη ζωή. ANT τυχερός. Άτυχη μάνα, δύστυχη, δυστυχισμένη. ANT καλότυχη. β. (για ενέργεια, γεγονός) που δεν έχει καλή, επιτυχημένη έκβαση: Άτυχη επιχείρηση. Άτυχη προσπάθεια. ~ γάμος. || που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή με ακατάλληλο τρόπο· άκαιρος, άστοχος: Άτυχη παρέμβαση.
[μσν. άτυχος < αρχ. ἀτυχ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. και τον. κατά τα επίθ. με α- 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτυχος1 [átixos] ο,
- unfortunate or luckless person (syn in ατυχής1):
- η μοίρα του Π. ήταν πολύ κακή, γι' αυτό και επονομάσθηκε 'ο ~' (Kanellop) |
- ο πνιγμένος πόνος των φτωχών, των ξεπεσμένων, .. των άτυχων και των αδικημένων (Charis)
[substantiv. m of άτυχος2]
- unfortunate or luckless person (syn in ατυχής1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτυχος2, -η, -ο [átixos]
- ① unfortunate, unlucky, ill-fated (syn in ατυχής2 1):
- ~ βασιλιάς |
- ~ αστερισμός |
- ~ γάμος, τόπος |
- άτυχη επανάσταση, καρδιά, σύμπτωση |
- ~ ερωτικός δεσμός |
- ο ~ πόλεμος του 1897 |
- είναι ~ στην αγάπη, στο παιχνίδι |
- η άτυχη νέα έπαθε νευρική κρίση την ώρα του ύπνου της |
- [η νυφίτσα] ήταν καθώς φαίνεται μια άτυχη νεράιδα που κακοπαντρεύτηκε (KPolitis) |
- όταν εκείνη χήρεψε, τη ζήτησε, μα πάλι στάθηκε ~ (Tsirkas) |
- άτυχη όμως η M.! να μη βρεθεί κανείς ποτέ να την αγαπήσει! (Kesmeti) |
- ο πατέρας σου όμως ήταν ο ατυχότερος εκείνη τη χρονιά· μόλις έφτανε κάτω, έφευγε το σφουγγάρι από τα μάτια του (Karkavitsas) |
- poem .. στ' άτυχα χρόνια, | γι' αυτήνε δεν άκουσε | καμία ψυχοπόνια (Markoras)
- ② infelicitous, unfortunate, unsuitable, unsuccessful, poor (syn in ατυχής2 2):
- ~ ισχυρισμός, χαρακτηρισμός |
- άτυχη έκφραση, προσπάθεια |
- άτυχο βιβλίο |
- άτυχο παράδειγμα |
- οι νέοι ποιηταί μας .. έγραφαν άσχημους και άτυχους στίχους (Palam) |
- το έργο του Σ.T. όσο άτυχο κι αν μπορεί να είναι, δε μπορεί να είναι γελοίο (id.) |
- ένας αδέξιος και ~ μιμητής του Mιχαήλ Άγγελου .. κατάφερε.. να δώσει δείγματα μιας μεγάλης ικανότητας (Kanellop) |
- άτυχη είναι η σύλληψη του μύθου .. και από την αισθητική άποψη (Sachinis)
[fr postmed, MG άτυχος, cpd w. τύχη; cf ατυχής]
- ① unfortunate, unlucky, ill-fated (syn in ατυχής2 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατυχοσύνη η.
-
- Πονηριά, κακία:
- να ’χει δικαιοσύνη και να περιπατεί ορθά, χωρίς ατυχοσύνη (Aιτωλ., Mύθ. 694).
[<επίθ. άτυχος + κατάλ. ‑σύνη]
- Πονηριά, κακία: