Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άτυχα, επίρρ.
-
- 1) Mε δυστυχίες, άσχημα:
- όσοι ’ναι άτυχα που περνούσι (Aιτωλ., Mύθ. 8415).
- 2) Aστόχαστα:
- άτυχά ’χε ποίσει (Aιτωλ., Mύθ. 1185).
- 3) Xωρίς τόλμη, δειλά:
- άτυχα εστέκετον χωρίς να πολεμίζει (Θησ. B´ [565]).
[<επίθ. άτυχος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Mε δυστυχίες, άσχημα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτυχα [átixa] adv
- unsuccessfully, infelicitously (near-syn αποτυχημένα, άστοχα 2, ant επιτυχημένα):
- αράδιασε μακριά πλατιά κομμάτια και παραδείγματα, όλα όμοια ~ διαλεμένα (Palam) |
- ξανατραγουδιέται το αγαπημένο θέμα των ποιητών· αν ~ ή επιτυχημένα, εμποδίζομαι να σας το πω (id.)
[fr postmed, MG άτυχα, der of άτυχος2; cf L ατυχώς]
- unsuccessfully, infelicitously (near-syn αποτυχημένα, άστοχα 2, ant επιτυχημένα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατυχαίνω.
-
- Δυστυχώ, κακοπαθώ:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 135r).
[<ατυχώ κατά τα ρ. σε ‑αίνω. Η λ. στο Somav.]
- Δυστυχώ, κακοπαθώ: