Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτυπος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτυπος -η -ο [átipos] Ε5 : που δε γίνεται ή που δεν έγινε σύμφωνα με ορισμένους τύπους, κανόνες ή νόμους: Άτυπη συνέλευση / σύμβαση. Άτυπη συνάντηση υπουργών. || (ιατρ.) που δεν εμφανίζει τα τυπικά χαρακτηριστικά: Άτυπη μορφή μιας νόσου. Άτυπα κύτταρα.

[λόγ. < ελνστ. ἄτυπος `όχι τυπική αρρώστια΄ σημδ. αγγλ.(;) not formal]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτυπος, -η, -ο [átipos] (L)
  • ① not corresponding to a normal type, untypical, atypical (ant τυπικός):
    • μικροβιακά είδη ατύπων μορφών |
    • πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε μιαν ελλειπτική και άτυπη, αλλά γνήσιαν ηθική πρόταση (Papanoutsos)
  • ② law not conforming to a recognized and legal pattern or type, contravening accepted norms or formalities, irregular (syn παράτυπος, ant τυπικός):
    • άτυπη συμφωνία, συνεργασία |
    • άτυπες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών |
    • άτυπη γενική συνέλευση του σωματείου |
    • άτυπη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος |
    • θα τερματισθεί η άτυπη προεκλογική περίοδος |
    • οι γυρολόγοι οργανοπαίχτες .. δουλεύουν με άτυπες συμβάσεις μέτριας διαρκείας (IPetrop)

[fr kath άτυπος ← PatrG, K, cpd w. τύπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες