Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτσαλος
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
άτσαλος, επίθ.· άτσαλλος.
  • 1)
    • α) Άπρεπος, άκοσμος:
      • γέλιον … άτσαλον (Kομν., Διδασκ. Δ 200
    • β) σκανδαλώδης:
      • άτσαλλον χαρτίν (Mαχ. 22018).
  • 2) Aκατάστατος (ηθ.):
    • άτσαλες καρδιές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1166]).
  • 3) Aκατάστατος, βρόμικος, ρυπαρός:
    • ρούχα … άτσαλα (Σαχλ. A´ PM 179).
  • 4) Kακοφτιαγμένος, δύσμορφος:
    • άτσαλος εις την πλάσιν (Λίβ. N 890).
  • 5) (Προκ. για φαγητό) βαρύς, βλαβερός:
    • (Aσσίζ. 43110).

[πιθ. <επίθ. έξαλλος ή <επίθ. ατάσθαλος. H λ. τον 11. αι. (LBG, τζ‑), στο Βλάχ. (τζ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτσαλος -η -ο [átsalos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη τάξης, συστήματος ή φροντίδας· ακατάστατος και πρόχειρος, τσαπατσούλικος: Άτσαλη εμφάνιση / δουλειά. Άτσαλο ντύσιμο / δωμάτιο / περπάτημα. || (για πρόσ.) τσαπατσούλης, αδέξιος: Είναι ~ στη δουλειά του. άτσαλα ΕΠIΡΡ.

[μσν. άτσαλος ίσως < αρχ. ἀτάσθαλος `απερίσκεπτος, παράτολμος΄ > *τάσθαλος (αποβ. του αρχικού α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο) > *τάσταλος (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) > *άσταλος (ανομ. αποβ. του πρώτου [t] ) > μσν. άτσαλος (αντιμετάθ. [st > ts] )]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτσαλος, -η, -ο [átsalos]
  • ① disorderly, untidy, slovenly, messy (syn ακατάστατος 1b):
    • άτακτος2 2b, ατημέλητος 1b) |
    • άτσαλη γυναίκα |
    • άτσαλη ζωή |
    • άτσαλο ντύσιμο |
    • αυτός ήταν ένας κομψός, καλοβαλμένος κύριος, εγώ ένας ~ μποέμ (Melas)
  • ⓐ careless, messy (syn απρόσεχτος2):
    • ~ κυνηγός |
    • άτσαλη δουλειά |
    • άτσαλο γράψιμο, παιχνίδι |
    • κατρακυλούσαν στον πετραδερό τον τόπο με άτσαλα πατήματα (Prevelakis) |
    • poem λόγια δε φώναζα άτσαλα, δεν τα 'κανα ένα κράμα (Stavrou Ar)
  • ② ill-proportioned, unshapely, unsymmetrical (near-syn άγαρμπος 1):
    • τα άτσαλα πεντάπατα ασκημόσπιτα της Πόλης βοηθούσαν στη δημιουργία του κρυψώνα (Petsalis) |
    • καλοκοίταξε τα τσαρούχια του και τα βρήκε άσχημα· και τόσο κακοδουλεμένα! με κάτι άτσαλες φούντες (Athanas)
  • ⓑ irregular, jagged, rough (near-syn ακανόνιστος 1):
    • το μοναδικό φως .. έβγαινε από το άτσαλο σκίσιμο του μικρού κινέζικου φαναριού (Gritsi-M)
  • ③ region. (Aegean) fr which the impurities have not been removed, uncleaned, uncleansed (syn ακαθάριστος 1):
    • άτσαλο κριθάρι, σιτάρι |
    • άτσαλα φασόλια
  • ④ fig uncouth, impolite, foul, dirty (near-syn αισχρός, απρεπής, άσεμνος, άσχημος2 3b):
    • άτσαλη γλώσσα |
    • άτσαλες κουβέντες |
    • άτσαλα λόγια

[fr postmed, MG άτσαλος, perh fr ατάσθαλος or fr έξαλλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσαλοσίδερο [atsalosí∂ero] το, metall.
  • cast steel (syn L χυτοχάλυβας):
    • σφαίρες από ~ |
    • ο άξονας του τιμονιού είναι κατασκευασμένος από ~ (Vardakos)

[cpd of ατσαλο-1 & σίδερο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσαλόστομος, -η, -ο [atsalóstomos]
  • using uncouth or impolite language, foul-mouthed (syn in ατσαλόγλωσσος):
    • poem μόνο ο Θερσίτης ο ~ φωνοκοπούσε ακόμα (Homer Il 2.212 Kaz-Kakr)

[cpd of ατσαλο-2 & στόμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατσαλοσύνη η [atsalosíni] Ο30α : η ιδιότητα του άτσαλου· ακαταστασία, τσαπατσουλιά: H ~ του δεν περιγράφεται. || ενέργεια άτσαλη: Άσε τις ατσαλοσύνες.

[άτσαλ(ος) -οσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσαλοσύνη [atsalosíni] η, region. (Pelop)
  • untidiness, disorder, mess (syn in ατσαλιά 1)

[der of άτσαλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσαλόσυρμα [atsalósirma] το,
  • steel wire, steel cable (near-syn χαλυβδόσχοινο):
    • υπάρχουν πολλά σπασμένα ή σκουριασμένα ατσαλοσύρματα, που στηρίζουν τη γέφυρα

[cpd of ατσαλο-1 & σύρμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσαλοσωλήνας [atsalosolínas] ο,
  • steel pipe (syn χαλυβδοσωλήνας)

[cpd of ατσαλο-1 & σωλήνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες