Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άτσαλα, επίρρ.
-
- 1) Aκατάστατα:
- τρώγεις άτσαλα (Διήγ. παιδ. 163).
- 2) Άκοσμα, άπρεπα:
- άτσαλα να σ’ ατιμολοήσω (Φορτουν. Γ´ 179).
[<επίθ. άτσαλος. H λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ.]
- 1) Aκατάστατα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτσαλα [átsala] adv
- ① in a disorderly fashion, messily, carelessly, helter-skelter (syn ακατάστατα, άτακτα 1, ατάσθαλα):
- έπιπλα βαλμένα ~ |
- δουλεύει, περπατάει ~ |
- έπαιζε ~, χωρίς μέτρο και σύστημα (Karagatsis) |
- poem κοιμάται ~ τις νύχτες και μπορεί να ξεσκεπάστηκε (Zampathas)
- ⓐ messily, sloppily (near-syn ατημέλητα):
- ντύνεται, τρώει ~
- ② uncouthly, discourteously, impolitely (near-syn άπρεπα, άσχημα 3):
- μιλάει, φέρεται ~
[fr postmed, MG άτσαλα, der of άτσαλος]
- ① in a disorderly fashion, messily, carelessly, helter-skelter (syn ακατάστατα, άτακτα 1, ατάσθαλα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσαλάκωτος -η -ο [atsalákotos] Ε5 : α.που δεν τον τσαλάκωσαν, που δεν είναι τσαλακωμένος: Aτσαλάκωτο παντελόνι / φουστάνι. || Aτσαλάκωτο χαρτί. β. (για πρόσ.) που τα ενδύματά του είναι ατσαλάκωτα, φρεσκοσιδερωμένα. γ. (μτφ.) που δε μειώθηκε ηθικά: Aτσαλάκωτη υπόληψη.
[α- 1 τσαλακώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσαλάκωτος, -η, -ο [atsalákotos]
- ① unwrinkled, uncreased, pressed (syn ατσάκιστος 3b, ant τσαλακωμένος):
- ατσαλάκωτη μπλούζα |
- ατσαλάκωτο κοστούμι, παντελόνι, φόρεμα |
- ατσαλάκωτο καπέλο |
- οι πτυχώσεις στις μακριές τους εσθήτες είναι τόσο κανονικές και ατσαλάκωτες (Ouranis) |
- ατσαλάκωτα τα φιογκάκια της κόρης· άψογη η χωρίστρα του γιου (Palaiologos) |
- το πέταξα [το τηλεγράφημα], ατσαλάκωτο για να μην κάμει κρότο, κάτω από μια ντουλάπα (ChZalokostas)
- ⓐ not easily folded or creased, stiff (near-syn σκληρός):
- ατσαλάκωτο ύφασμα, χαρτόνι |
- ατσαλάκωτα χαρτιά |
- ατσαλάκωτες φωτογραφίες
- ⓑ not crumpled (by hardship etc), unwrinkled (near-syn αζάρωτος, αρυτίδωτος 1, ant τσαλακωμένος):
- ατσαλάκωτο πρόσωπο |
- ατσαλάκωτα χαρακτηριστικά
- ② wearing unwrinkled or well-pressed clothes (near-syn σιδερωμένος, ant τσαλακωμένος):
- τον βρήκα φρέσκο κι ατσαλάκωτο, πολύ περιποιημένο στην εμφάνισή του (Theotokas) |
- poem .. όλα τα βλέπει ρόδινα κι ωραία | σαν ~ μες στη στολή του στρατιώτης (Lefkis)
- ③ fig not crumpled, unruffled, undisturbed, unflustered (ant στραπατσαρισμένος, τσαλακωμένος):
- ήταν κι εκείνος αυθάδης, ~, σίγουρος για τη δύναμή του (Roufos) |
- τι να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, .. την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια; (Tsirkas) |
- με μια διάθεση ατσαλάκωτη .. αφήνω να με πάρετε μαζί σας (Melas)
[cpd w. τσαλακωτός (: τσαλακώνω)]
- ① unwrinkled, uncreased, pressed (syn ατσάκιστος 3b, ant τσαλακωμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσαλαπάτητος, -η, -ο [atsalapátitos]
- not trodden down, not trampled underfoot (ant ποδοπατημένος, τσαλαπατημένος)
[cpd w. *τσαλαπατητός (: τσαλαπατώ)]