Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτριφτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτριφτος -η -ο [átriftos] Ε5 : 1.που δεν τον έτριψαν, δεν τον κοπάνισαν ή δεν τον άλεσαν για να τον κάνουν σκόνη: Άτριφτο πιπέρι. Άτριφτη κανέλα. 2. που δε φθάρηκε από τη χρήση: Άτριφτα ρούχα. 3. (μτφ., για πρόσ.) άπειρος σε μια δουλειά, τέχνη: ~ δημοσιογράφος.

[αρχ. ἄτριπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτριφτος, -η, -ο [átriftos] (& άτριβος)
  • ① not rubbed or massaged (ant τριμμένος):
    • άτριφτο κορμί, πόδι, χέρι
  • ⓐ not cleaned or polished by rubbing or scrubbing:
    • άτριφτοι τεντζερέδες |
    • άτριφτο καζάνι |
    • άτριφτα ασημικά
  • ⓑ not pounded, ground, or pulverized (syn ακοπάνιστος 1, ant τριμμένος):
    • άτριφτη κανέλλα |
    • άτριφτο αλάτι (syn χοντρό αλάτι)
  • ② not worn or destroyed by use, unworn (ant τριμμένος):
    • άτριφτο παλτό, πανταλόνι, φόρεμα
  • ⓒ not well-trodden, unused (syn in ατρίβητος):
    • άτριφτο μονοπάτι |
    • poem κι άτριφτες στράτες χάραξε, αδερφέ, να ξεκινήσει η πράξη (Kazantz Od 8.738)
  • ③ fig not overused or overworked, fresh (ant L τετριμμένος):
    • στην αρχαϊκή εποχή .. η λέξη, άτριφτη ακόμη, είναι το ταιριαστό ντύμα ενός συγκεκριμένου ψυχικοπνευματικού γεγονότος (Karouzos) |
    • τη χαρακτήριζε .. ένας πλούτος από νεοκομμένες και άτριφτες εικόνες (LPolitis) |
    • η γλώσσα του [αφηγητή] είναι ζουμερή και άτριφτη σαν του ξωμάχου (Prevelakis)
  • ④ inexperienced, unskilled, unpracticed (syn αμάθητος 2, άπειρος1 1, άπραγος2 1)

[fr postmed (Somavera) άτριφτος bes άτριβος ← K (also pap), AG ἄτριπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες