Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτρεμος, -η, -ο [átremos]
- not shaking, trembling, or swaying, not fluttering, untremulous, untottering, unwavering, still (syn in ατρέμητος):
- ~ ήρωας |
- ~ αέρας, καπνός, ουρανός |
- άτρεμη λαχτάρα φωνή |
- άτρεμο καράβι, κυπαρίσσι, χέρι |
- άτρεμα νερά, ρουθούνια, σύννεφα, φύλλα |
- αισθανόταν όμως και μια περηφάνεια, που τον κρατούσε άτρεμο στα πόδια του (Xenop) |
- θ' αξιωθώ άραγε ποτέ ν' αντικρύσω με τέτοια ήσυχη, άτρεμη ματιά την άβυσσο; (Kazantz) |
- η σκέψη ανέβαινε άτρεμη και κυκλόφερνε πάνω από τη ζωή (Ouranis) |
- πατούσα σε στέρεο κι άτρεμο έδαφος (TStefanidis) |
- poem στα δάση τα ιερά και τ' άτρεμα | τρεμίζω σαν καρδιάς τα φύλλα (Malakasis)
[cpd w. τρέμω; cf αχνότρεμος, ολό-, μισότρεμος]
- not shaking, trembling, or swaying, not fluttering, untremulous, untottering, unwavering, still (syn in ατρέμητος):