Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτοπο το [átopo] Ο40 : 1.ατόπημα, άτοπος λόγος ή φράση: Θέλοντας να αποφύγει το ένα ~ έπεσε στο άλλο. 2. (λογ.) κάθε ιδέα που περικλείει εσωτερική αντίθεση και κάθε κρίση ή υπόθεση που αντιφάσκει σε λογικά αναγκαία αλήθεια. || (λογ., μαθημ.) εις άτοπον απαγωγή*.
[λόγ. < αρχ. ἄτοπον `παράδοξο΄ & σημδ. μσνλατ. absurdum]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτοπο [átopo] το, (L) (& άτοπον)
- :
- phr η εις άτοπον απαγωγή, philos, logic reductio ad absurdum, indirect proof |
- τα άτοπα προκύπτουν από τη στιγμή που μεταφερόμαστε από το ένα σύστημα αναφοράς στο άλλο, χωρίς να μεταβάλλομε κώδικα (Papanoutsos) |
- η παρατήρηση αυτή έκαμε τους λογιστικούς να δεχτούν εκτός από το αληθές και το ψευδές και μια τρίτη τιμή, το ~ (id.) |
- επισημαίνει τα άτοπα, όπου άγεται η θεωρία (Theodorakop)
- ① inappropriateness, ineptitude, unsuitability (syn ατοπία 1, near-syn άκαιρο):
- το ~ της παρατηρήσεως |
- επισήμανε το ~ της εκστρατείας εναντίον της κοινοβουλευτικής φαυλοκρατίας
- ⓐ usu pl άτοπα τα, sth inappropriate or improper, wrong (near-syn αστοχία 3b, το στραβό):
- υπογραμμίζει τα άτοπα της πολιτικής |
- τα οικονομικά άτοπα του παρελθόντος |
- μελλοντικώς δεν πρόκειται να επαναληφθεί το ~ (Floros) |
- οι άνθρωποι φωνάζουν ελεύθερα, εάν αντιληφθούν άτοπα (Thrylos) |
- να πάρω υπόψη τα άτοπα, τα ελαττώματα και τις αποτυχίες των εθνικοποιήσεων (Angelop) |
- poem έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η αποικία (Kavafis)
[fr kath το άτοπον ← MG ← K, AG, substantiv. n of άτοπος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατοποθέτητος -η -ο [atopoθétitos] Ε5 : α.που δεν τον τοποθέτησαν σε μια ορισμένη θέση: Aτοποθέτητα βιβλία. || Διορίστηκε πριν από ένα μήνα αλλά είναι ακόμα ~. β. που δεν μπορούν να τον τοποθετήσουν, να τον εντάξουν σε κπ. (ιδεολογικό κτλ.) χώρο: Πολιτικά ατοποθέτητες απόψεις.
[λόγ. α- 1 τοποθετη- (τοποθετώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατοποθέτητος, -η, -ο [atopoθétitos] (L)
- ① not placed (in position), unplaced (syn άβαλτος, ant τοποθετημένος):
- ένα κριτικό ξέτασμα, .. ανάμεσα απ' όλα τα σε βιβλία τοποθετημένα και τ' αποθέτητ' ακόμα τραγούδια μου, θα ξεκαθάριζε .. τον ισχυρισμό μου (Palam)
- ② having no definite place or position, unplaced, positionless (near-syn ξεκρέμαστος, ant τοποθετημένος):
- ανάμεσα [στους φακέλους] ένα μονόφυλλο έντυπο, .. που φαινόταν ξένο, ατοποθέτητο (Charis) |
- το άτομο σπάζει πολιτικούς δεσμούς και μένει κοινωνικά ατοποθέτητο (Tsatsos) |
- χωρίς αυτό το δεδομένο, κάθε θεωρία του ωραίου .. μένει ασύνδετη και ατοποθέτητη (id.)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατοποθέτητος, cpd w. *τοποθετητός (: τοποθετώ); cf (Koumanoudis) τοποθετητέος]
- ① not placed (in position), unplaced (syn άβαλτος, ant τοποθετημένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- άτοπος, επίθ.
-
- Aπρεπής, ανάρμοστος:
- πράξεις … ατόπους (Eις Θεοτ. 66).
- Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = παράνομες πράξεις:
- ο εμπαλής … εντέχεται να ζημιωθεί, όταν πιάσει τα άτοπα (Aσσίζ. 320).
[αρχ. επίθ. άτοπος. H λ. και σήμ.]
- Aπρεπής, ανάρμοστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτοπος -η -ο [átopos] Ε5 : 1.που έρχεται σε αντίφαση με τη λογική· παράλογος, παράδοξος: Άτοπο συμπέρασμα. || (λογ.) για ιδέα που περικλείει εσωτερική αντίθεση ή για κρίση ή υπόθεση που αντιφάσκει σε λογικά αναγκαία αλήθεια: Mια πρόταση μπορεί να είναι λογική (ψευδής ή αληθής) ή άτοπη. 2. που είναι αταίριαστος προς την περίσταση: Άτοπα αστεία. Άτοπη συμπεριφορά. Άτοπες πράξεις. 3. (ως ουσ.) το άτοπο*.
άτοπα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄτοπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτοπος, -η, -ο [átopos]
- ① lacking specific local references, unlocalized:
- στην τόσο πλούσια ελληνική μυθολογία .. καμιά ιστορία δεν μένει άχρονη, άτοπη και απρόσωπη (Kakridis) |
- να μετατρέψουν μιαν άχρονη και άτοπη ναυτική περιπέτεια σε ιστορικά προσδιορισμένη ανθρώπινη εμπειρία (Maronitis)
- ② out-of-place, out-of-order, incongruous, inopportune (syn αταίριαστος 3, near-syn άκαιρος 1):
- άτοπη ευθυμία, οικειότητα, τυπικότητα |
- άτοπο ερώτημα |
- ο Γ., απόνηρος άνθρωπος, δεν παρατήρησε τίποτις άτοπο (Eftaliotis) |
- κινδυνεύει κανείς να χάσει τη σοβαρότητά του με άτοπες παρεμβάσεις σε περιοχές ιδεών, όπου είναι απληροφόρητος (Papanoutsos) |
- εμείς στις θετικές επιστήμες δεν επιτρέπεται να μένομε οι τελευταίοι και άτοποι αμύντορες της καθαρεύουσας (Louros)
- ⓐ improper, unseemly, unbecoming, undecorous (syn ανάρμοστος 2, απρεπής, αταίριαστος 5):
- άτοπη αντιδικία, ειρωνεία, φιλοδοξία |
- άτοπο φέρσιμο |
- άτοπα λόγια |
- το σερβίτσιο τσάι το δέχτηκε με χαρά, δίχως να φανταστεί πως έκανε τίποτις άτοπο (Psichari) |
- μου φαινόταν κι άτοπο να διασκεδάζω, σε καιρό που κείνη τόσον έπασχε (Kondylakis) |
- στάθηκα πλάι στην οικογένειά του, για να υπερασπίσω δημοσία τη μνήμη του και τις άτοπες επιθέσεις των εχθρών του (Melas) |
- υπάρχει σ' αυτή την υπόθεση κάτι το άτοπο, που μοιάζει λιγάκι με τυμβωρυχία (Chatzinis)
- ③ inappropriate, mistaken, wrong (near-syn άστοχος 2c, εσφαλμένος, λανθασμένος):
- μια τέτοια γνώμη σίγουρα .. θα ενισχύθηκε από την άτοπη σύγχυση .. με το βιαστικό και πρόχειρο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ των εφημερίδων (Sachinis) |
- θα φτάναμε με τον τρόπο τούτο σε γενικεύσεις άτοπες και μαζί αδικαιολόγητες (Chourmouzios)
- ⓑ incongruous, absurd, paradoxical (near-syn παράδοξος, παράλογος):
- άτοπη δικαιολογία, πρόταση |
- άτοπο συμπέρασμα |
- διαμαρτυρία εναντία σ' ένα τόσο άτοπο καθεστώς, που για να υπάρχει, χρειάζεται τον παράλογο φόνο .. τόσων πλασμάτων (Theotokis) |
- ακολουθία άτοπη (ασυμβίβαστη με τις αρχές του ορθού λόγου) (Papanoutsos) |
- είναι ~ ο ισχυρισμός ότι ο παγκόσμιος νους είναι χωρίς αυτοσυνείδηση (Kanellop)
[fr kath άτοπος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① lacking specific local references, unlocalized: