Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτονος 1 -η -ο [átonos] Ε5 : α.που δεν έχει τόνο, ένταση, δύναμη. ANT έντονος. β. (για ενέργεια) που γίνεται χωρίς ορμή, ένταση, ζωηρότητα: Άτονες και χλιαρές αντιρρήσεις. Άτονη και βαριεστημένη απάντηση. H προσοχή διακρίνεται σε εντονότερη και ατονότερη. Άτονο βλέμμα. ANT ζωηρό, εκφραστικό.
άτονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄτονος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτονος 2 -η -ο : (για λέξεις, συλλαβές) που προφέρεται ή γράφεται χωρίς τόνο.
άτονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. άτονος < α- 1 τόν(ος) 1 -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτονος, -η, -ο [átonos] (L)
- ① weak, feeble, enervated, languid (syn in αδύνατος 1):
- ξύπνησε άρρωστη με μέλη άτονα και ψυχή καταθλιμμένη (Karagatsis) |
- χαιρέτησε μονάχα με άτονο κούνημα του χεριού (id.) |
- οι λοντρέζικες περιπτύξεις με γέμιζαν απορία· ήταν τόσο άνευρες, τόσο άτονες, τόσο απαθείς (Chatzinis)
- ⓐ lacking zest or vigor, spiritless, languid, dull (near-syn άψυχος, νωθρός, ant έντονος, ζωηρός):
- άτονη διαμαρτυρία, έκφραση, συγκατάθεση |
- άτονο βλέμμα, επάγγελμα |
- ο λόγος μου .. βρέθηκε στα επιχειρήματά του ασυνάρτητος, ~ στο λεχτικό του (Palam) |
- στις ακούσιες και άτονες αρνήσεις της .. αυτός είχε ν' αντιτάξει βλαστήμιες και βρισιές (Karyotakis) |
- ο ακαδημαϊσμός .. είχε κάνει πλαδαρά και άτονα τα εκφραστικά μας μέσα (Papanoutsos) |
- ο συγγραφέας μπορεί .. ~ να αντίκρυσε ομορφιές, που του δίνονταν να χαρεί (Tsatsos) |
- poem μι' άτονη πλήξη την ψυχή λαγγεύει και το νου (Krinaios)
- ② lacking tone, modulation, or expression, toneless, monotonous (near-syn μονότονος):
- ~ ομιλητής |
- ο γέρος εξακολούθησε κι ολοένα η άτονη φωνή του ζωντάνευε (Kazantz)
- ⓑ lacking intensity, color, or brightness, faint, dull, dim (near-syn αχνός2, ant έντονος, ζωηρός):
- ~ ήλιος, φωτισμός |
- άτονη χλωμάδα |
- άτονο χαρτί |
- το σώμα [της τούρνας] είναι μακρουλό .. και τα χρώματά της άτονα, ωχρά (Potamianos) |
- τα μάτια τους είναι άτονα, τα μάγουλά τους σκαμμένα (Terzakis)
- ⓒ lacking distinctive or striking qualities, characterless, featureless, dull (ant εκφραστικός):
- ~ ηθοποιός |
- άτονη ομορφιά, ποίηση |
- άτονο ύφος |
- πλαδαρό κι άτονο από την ηλικία πρόσωπο (GLadas) |
- πίσω από το άτονό τους παίξιμο είχε φευγαλέα διαγραφεί ένα σπινθήρισμα (Thrylos)
- ③ characterized by a low level of activity, sluggish, slack, inactive (near-syn στάσιμος):
- άτονη οικονομία |
- άτονες ημέρες του φθινοπώρου |
- στο μέτωπο η περίοδος που ακολουθούσε ήταν αναγκαστικά άτονη, ο χειμώνας είχε φτάσει στο κορύφωμά του (Terzakis) |
- να μακρύνει την αφήγηση και να τονώσει, όπου ατονότερη παρουσιάζεται, την περιπέτεια (Panagiotop)
- ④ gramm, metr unaccented, unstressed (ant τονούμενος):
- ~ τύπος |
- άτονη λέξη, συλλαβή |
- άτονη συλλαβική αύξηση
- ⓓ on which the accent has not been marked (syn ατόνιστος, ant τονισμένος):
- δεν μπορώ να τον ακολουθήσω στον κανόνα που έθεσε, να μένουν άτονες όλες οι λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα (Christidis AK)
- ⑤ med άτονο έλκος indolent ulcer
[fr kath άτονος ← PatrG ← K (also pap), AG, cpd w. τόνος]
- ① weak, feeble, enervated, languid (syn in αδύνατος 1):