Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άτομο [átomo] το, (L)
- ① phys smallest particle of an element that enters into the composition of molecules, atom:
- καταγίνεται με τις κοσμικές αχτίνες με σκοπό τη διάσπαση του ατόμου (KPolitis)
- ⓐ smallest unit or subdivision of sth, atom:
- το ~ της αιωνιότητας για τους Έλληνες ήταν κατ' ουσίαν η αιωνιότης (Theodorakop)
- ② single item or member of group (species etc), individual:
- μετράμε πόσα άτομα έχουν μείνει από το τάδε πουλί |
- τα είδη και οι ιδέες θα υπάρχουν όσο θα υπάρχουν άτομα που θα μετέχουν σ' αυτά (Tatakis) |
- η επιστήμη ασχολείται με τα γενικά και δεν παίρνει υπόψη της τα άτομα (Evelpidis)
- ③ single human being, individual, person (syn άνθρωπος 2, πρόσωπο):
- η αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα του ατόμου |
- είμαστε δέκα άτομα |
- ο λογαριασμός βγήκε δέκα δραχμές το ~ |
- το λεωφορείο χωράει πενήντα άτομα |
- στη διαδήλωση ήρθαν χίλια άτομα |
- έτσι δυναμώνει γενικώς η πατρίδα κι όχι τα άτομα (Makryg) |
- ν' ασκείς το σώμα και την ψυχή ως ~, ανεξάρτητα από την ομάδα (Kazantz) |
- το ~ σ' ένα μικρό έθνος δεν είναι μικρότερο από το ~ ενός μεγάλου έθνους (IDragoumis) |
- όλα αυτά που βλέπετε είναι έργο του ενός ανθρώπου· γι' αυτό πιστεύουμε τόσο πολύ εδώ στο ένα ~ (Venezis)
- ⓑ w. poss pron person, self (syn [τον] εαυτό [μου]):
- μιλάει, σκέφτεται, φροντίζει για το άτομό του |
- πολλά ακούστηκαν για το άτομό του |
- θυσιάζει το άτομό του για το σύνολο |
- η βούληση του ανθρώπου εκείνου .. τόσο λίγο πηγάζει από το άτομό του (Karouzos)
- ④ L adv phr κατ' ~ individually, (ratio) per capita (syn ατομικά 1, syn-phr κατά κεφαλή):
- Ιουδαίοι και Έλληνες είναι οι πρώτοι που γίνονται, κατ' άτομον όμως, χριστιανοί· δεν γίνονται ομαδικώς χριστιανοί (Theodorakop) |
- ο κεφαλικός δείκτης παρουσιάζει κατ' ~ μεγάλη ποικιλία (Poulianos)
- ⓒ per person, each one (syn phr ο καθένας):
- εκεί αναψύχεται το καλοκαίρι η πόλη μ' εξήντα μόνο εκατοστά της κορόνας κατ' ~ (Papantoniou)
[fr kath άτομον ← postmed (Somavera) ← PatrG ← K, AG, substantiv. n of άτομος 'uncut, indivisible']
- ① phys smallest particle of an element that enters into the composition of molecules, atom:
- άτομο 1 το [átomo] Ο40 : 1α.ο άνθρωπος ως μονάδα με τα ιδιαίτερα και μοναδικά χαρακτηριστικά της σε αντιδιαστολή προς το είδος, το σύνολο ή την κοινωνία: Tο ~ μηδενίζεται μέσα στο σύνολο. H διακήρυξη των δικαιωμάτων του ατόμου και του πολίτη. Ως ~ διαφωνώ, αλλά ως μέλος της κοινωνίας δεν μπορώ παρά να πειθαρχήσω στις αποφάσεις του συνόλου. β. το πρόσωποII, ο άνθρωπος: Ύποπτο / ανέντιμο / ευφυές ~. || (ως αριθμητική μονάδα): Πρόσκληση για δύο άτομα. Σερβίτσιο δώδεκα ατόμων. Οικογένεια πέντε ατόμων. 2. για οποιοδήποτε βιολογικό οργανισμό σε αντιδιαστολή προς το είδος, το γένος: Σε κάθε σμήνος μελισσών υπάρχει ένα μόνο θηλυκό ~ με πλήρη κατασκευή, η βασίλισσα.
[λόγ. < αρχ. ἄτομον, ουδ. του επιθ. ἄτομος `άκοπος, αδιαίρετος΄ σημδ. γαλλ. individu]
- άτομο 2 το : I.(χημ., φυσ.) το ελάχιστο και μη διαιρετό με συνηθισμένες μεθόδους τμήμα της ύλης ενός στοιχείου: Yπάρχουν τόσα είδη ατόμων όσα είναι και τα χημικά στοιχεία. Οι έννοιες του ατόμου και του μορίου ταυτίζονται μόνο στην περίπτωση που το μόριο δεν αποτελείται από δύο ή περισσότερα άτομα, όπως συνήθως, αλλά από ένα. Tο ~ του ηλίου αποτελείται από δύο πρωτόνια, δύο νετρόνια και δύο ηλεκτρόνια. Tο μόριο του νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου. H διάσπαση του ατόμου. II. (φιλοσ.) το άτομο των αρχαίων ατομικών φιλοσόφων (Λεύκιππου, Δημόκριτου, Επίκουρου), το ελάχιστο αδιαίρετο και ομοιογενές τμήμα της ύλης.
[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἄτομον, ουδ. του επιθ. ἄτομος `άκοπος, αδιαίρετος΄· Ι: σημδ. γαλλ. atome < αρχ. ἄτομον]
- ατομοβόμβα [atomovόmva] η, (L)
- atom bomb, nuclear bomb (syn phr ατομική or πυρηνική βόμβα, syn πυρηνοβόμβα)
[cpd of άτομο & βόμβα]
- ατομοκεντρικός, -ή, -ό [atomokendrikós] (L)
- centered or concentrated on an individual or on oneself:
- ο στοχασμός των Ινδών είναι ~, προσπαθώντας να βρει στον εσωτερικό κόσμο το απόλυτο (Evelpidis)
[cpd w. κεντρικός]
- centered or concentrated on an individual or on oneself:
- ατομοκίνητος -η -ο [atomokínitos] Ε5 : που κινείται, που λειτουργεί με ατομική ενέργεια· πυρηνοκίνητος: Aτομοκίνητο υποβρύχιο / εργοστάσιο.
[λόγ. άτομ(ον) 2 -ο- + -κίνητος]
- ατομοκίνητος, -η, -ο [atomocínitos] (L)
- nuclear-powered (syn πυρηνοκίνητος):
- ατομοκίνητο υποβρύχιο |
- ατομοκίνητο αεροπλανοφόρο
[cpd w. κινητός]
- nuclear-powered (syn πυρηνοκίνητος):
- ατομοκράτης [atomokrátis] ο, (L)
- believer in the importance or study of individuals, individualist (syn ατομικιστής 2, ατομιστής 1):
- ο Λάο Τσε ήταν ~, φθάνοντας ως τον αναρχισμό (Evelpidis)
[fr kath (neol) ατομοκράτης, cpd w. combin form -κράτης; cf δημοκράτης, φυσιοκράτης etc]
- believer in the importance or study of individuals, individualist (syn ατομικιστής 2, ατομιστής 1):
- ατομοκρατία η [atomokratía] Ο25 : (φιλοσ.) κάθε θεωρία που αποδίδει στα δικαιώματα, στις προτιμήσεις, στις απαιτήσεις και στις επιδιώξεις του ατόμου την υπέρτατη αξία: Kατά τη θεωρία της ατομοκρατίας όλα τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της συνειδητής και σκόπιμης δράσης των ατόμων.
[λόγ. άτομ(ον) 1 -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. individualisme]
- ατομοκρατία [atomokratía] η, (L)
- theory or doctrine stressing the centrality or importance of individuals as contrasted to society or state, individualism (syn ατομικισμός 2, ατομισμός 1):
- η ~ επικρατεί στη σύγχρονη ηθική .. φέρνοντας συχνά αντιμέτωπο το άτομο με το κοινωνικό σύνολο (Evelpidis)
[fr kath (neol) ατομοκρατία, der of ατομοκράτης w. suff -ία; cf δουλοκρατία, οχλοκρατία, τοποκρατία etc]
- theory or doctrine stressing the centrality or importance of individuals as contrasted to society or state, individualism (syn ατομικισμός 2, ατομισμός 1):