Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άτολμος, επίθ.
-
- Που δεν έχει τόλμη, δειλός, άνανδρος:
- (Διγ. Gr. 2829).
[αρχ. επίθ. άτολμος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει τόλμη, δειλός, άνανδρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτολμος -η -ο [átolmos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που διστάζει ή που αποφεύγει να κάνει κτ. επικίνδυνο· δειλός, διστακτικός: ~ επιχειρηματίας / πολιτικός. β. (για ενέργεια) που γίνεται με τρόπο που δείχνει έλλειψη τόλμης: Άτολμη επίθεση / απάντηση. Άτολμο σχέδιο.
άτολμα ΕΠIΡΡ διστακτικά, δειλά, φοβισμένα. [λόγ. < αρχ. ἄτολμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτολμος1 [átolmos] ο, (L)
- uncourageous, undaring, or diffident person (ant τολμηρός1):
- οι νέοι μας έγιναν οδηγοί .. για τους επιφυλακτικούς, για τους άτολμους (Charis) |
- ο όγκος της διαδηλώσεώς μας έδωσε εμπιστοσύνη στους άτολμους (ChZalokostas) |
- θέλγονται από την παρθενικότητα και αδεξιότητα του άτολμου και του τείνουν πρώτες το χέρι (Palaiologos)
[substantiv. m of άτολμος2]
- uncourageous, undaring, or diffident person (ant τολμηρός1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτολμος2, -η, -ο [átolmos] (L)
- uncourageous, undaring, diffident, hesitant, timid, shy (syn διστακτικός, επιφυλακτικός, ant τολμηρός2):
- ~ εραστής, μαθητής |
- άτολμη αγάπη, αντίδραση, ματιά, φωνή |
- άτολμο παιδί |
- άτολμο νομοσχέδιο, ύφος, χαμόγελο |
- άτολμο φλερτ, χάδι |
- στο κείμενο υπάρχουν μερικές άτολμες επιφυλάξεις |
- ο μοντερνισμός του είναι ~, χωρίς πίστη (Athanasiadis-N) |
- ήτανε γεμάτα ερωτήσεις άτολμες τα μάτια τους (Terzakis) |
- ~ όμως εκείνος, όπως πάντα, διστάζει να μιλήσει (Proussis) |
- poem γι' άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη | αυτής της ζέστης η ηδονή (Kavafis)
[fr postmed (Somavera), MG άτολμος ← AG, cpd w. τόλμη]
- uncourageous, undaring, diffident, hesitant, timid, shy (syn διστακτικός, επιφυλακτικός, ant τολμηρός2):