Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτοκος -η -ο [átokos] Ε5 : (για χρήματα) που δεν καταβάλλεται τόκος γι΄ αυτόν: Άτοκο δάνειο. Άτοκες δόσεις.
[λόγ. < αρχ. ἄτοκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτοκος, -η, -ο [átokos] (L)
- ① med having borne no children, nulliparous:
- η ιδανική μορφή των μαστών στην ένηβη άτοκη γυναίκα είναι να έχουν μέτριο μέγεθος κλ (Louros) |
- στις πολυτόκες .. η είσοδος του κόλπου είναι πιο ανοικτή παρά στις άτοκες ή πρωτοτόκες (id.)
- ② econ. bearing no interest, interest-free (syn ατόκιστος):
- ~ λογιαριασμός |
- άτοκες μηνιαίες δόσεις |
- άτοκο γραμμάτιο, δάνειο, χρέος |
- θα δοθούν άτοκες δανειακές ενισχύσεις στα καταστήματα που πλήττονται από τους εμπρησμούς |
- οι ξένες μεγάλες τράπεζες ούτε καν άτοκες καταθέσεις δέχονται από τον καθένα (PSolomos)
[fr kath άτοκος ← Κ (also pap), AG, cpd w. τόκος 'childbirth; interest']
- ① med having borne no children, nulliparous: