Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτιτλος -η -ο [átitlos] Ε5 : (για γραπτό κείμενο) που δεν έχει τίτλο, επικεφαλίδα: Άτιτλο ποίημα.
[λόγ. α- 1 τίτλ(ος) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτιτλος, -η, -ο [átitlos] (L)
- untitled (syn ατιτλοφόρητος, ant τιτλοφορημένος, τιτλοφορούμενος):
- άτιτλο βιβλίο, κοντάκιο, ποίημα, χειρόγραφο
[fr kath (neol: Koumanoudis) άτιτλος, cpd w. τίτλος; cpd παράτιτλον Cod. Just. (4th-6th c.)]
- untitled (syn ατιτλοφόρητος, ant τιτλοφορημένος, τιτλοφορούμενος):