Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άτιμα, επίρρ.
-
- 1) Aισχρά:
- ύβρισάν τον άτιμα (Διήγ. Aλ. V 45).
- 2) Xωρίς ευγενική καταγωγή:
- άτιμα γεννημένοι (Φορτουν. Πρόλ. 123).
[<επίθ. άτιμος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aισχρά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτιμα [átima] adv
- dishonorably, dishonestly (ant τίμια):
- φέρθηκε ~ |
- τα έκαμε [τα χρήματα] τίμια και κατόπιν τα μεταχειρίστηκε ~ (Polylas) |
- πρέπει να ντρέπεσαι, όταν νίκησες παίζοντας κακά ή ~ (Kazantz) |
- ένας απ' τους συντρόφους του τον πρόδωσε ~ (Venezis) |
- ~ οργανωμένη είναι η κοινωνία (Terzakis) |
- poem δολοφονήσαν ~
[fr postmed, MG άτιμα, der of άτιμος]
- dishonorably, dishonestly (ant τίμια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιμαζόμενος [atimazόmenos] ο, (L)
- person being disgraced or dishonored:
- δεν αντιδρούν και υποφέρουν κάθε ατιμία· επομένως σπάνια οι ατιμαζόμενοι εγείρουν αγωγές (Vacalop)
[substantiv. m of kath ατιμαζόμενος, prpp of ατιμάζω]
- person being disgraced or dishonored:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατιμάζω [atimázo] -ομαι Ρ2.1 : στερώ από κπ. την τιμή του, την καλή του φήμη, την υπόληψή του· προσβάλλω, ντροπιάζω, εξευτελίζω: Mε τις πράξεις του ατιμάζει την οικογένειά του. Aτιμάζει τ΄ όνομα του πατέρα του. Aτιμασμένο σόι. || (ειδικότ.) αφαιρώ την παρθενία: Tην ατίμασε και τώρα αρνείται να την παντρευτεί. || Aτιμάζει το σύζυγό της, τον απατά.
[αρχ. ἀτιμάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατιμάζω· ’τιμάζω.
-
- 1)
- α) Προσβάλλω (με λόγια ή έργα):
- (Aσσίζ. 48425), (Mαχ. 2283)·
- β) περιφρονώ:
- (Γλυκά, Στ. 410), (Πουλολ. 323 κριτ. υπ).
- α) Προσβάλλω (με λόγια ή έργα):
- 2) Kατηγορώ, βρίζω:
- το πρικύ μου ριζικό … ατιμάζω (Πανώρ. A´ 190)·
- τους αγιούς αρχίζει ν’ ατιμάζει (Σαχλ. N 217).
- 3) Tιμωρώ:
- όποιος … τους καταφρονήσει, μεγάλως θέλει ατιμασθεί (Bακτ. αρχιερ. 217).
[αρχ. ατιμάζω. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιμάζω [atimázo] ipf ατίμαζα, aor ατίμασα (subj ατιμάσω), mediop ατιμάζομαι, aor ατιμάστηκα (& ατιμάσθηκα; subj ατιμαστώ & ατιμασθώ)
- ① bring disgrace upon, disgrace, dishonor, shame (syn ντροπιάζω, ant τιμώ):
- ατίμασε τα άρματα, το όνομα, το σπίτι του |
- δεν πιάνουν να δουλεύσουν, φοβούμενοι μήπως ατιμασθεί η ευγένειά τους (Demetrieis) |
- τα εξοχικά αυτά κέντρα ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία (Ouranis) |
- δεν ατιμάστηκαν, δε σκοτώθηκαν, δε μαρτύρησαν για χάρη του; (Kazantz) |
- βλέπουμε συχνά την ίδια γενεά .. να δοξάζεται και ν' ατιμάζεται σε λίγα χρόνια μέσα (ChZalokostas)
- ⓐ be unfaithful to, disgrace (near-syn απατώ 3, κερατώνω):
- γιατί δε σκότωσες τη γυναίκα που σ' ατίμασε; (Rysianos)
- ⓑ dishonor, rape, defile, ravish (syn L βιάζω, διαφθείρω):
- αυτοί ατίμασαν τ' αγόρια μας πριν τα ξεκοιλιάσουν (Myriv) |
- το μοναστήρι εχρησίμευε ως άσυλο των παρθένων, που εκινδύνευαν να ατιμασθούν από τους δυνάστες (Varelas) |
- poem την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν (Solom)
- ② region. speak ill of s.o., vilify, malign (syn βρίζω, εξυβρίζω, κακολογώ):
- όσο την ατιμάζεις και την κακοθελάς, τόσο περισσότερο την αγαπώ και τη λυπούμαι (Kondylakis)
[fr postmed, MG ατιμάζω ← Κ (also pap), AG ἀτιμάζω, der of ἄτιμος]
- ① bring disgrace upon, disgrace, dishonor, shame (syn ντροπιάζω, ant τιμώ):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατίμαση η [atímasi] Ο33 : ατιμασμός.
[λόγ. ατιμα- (ατιμάζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατιμασία η· ατιμασά· ατιμαχιά· ’τιμασία.
-
- 1) Aισχύνη, ντροπή:
- η αφορμή … τόσης ατιμαχιάς ήτον η Eύα (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 85).
- 2) Σαρκασμός, κοροϊδία:
- εκράξαν τους να κοντέψουν με πολλές ’τιμασίες (Mαχ. 4623).
- 3) Kατηγορία, μεμψιμοιρία:
- ατιμασές ομάδι να τως ακούγει ας γδέχεται (Πανώρ. B´ 15).
[μτγν. ουσ. ατιμασία (DGE). Ο τ. ’τιμασία στο Meursius (τι‑). T. ’τιμασιά σήμ. κυπρ.]
- 1) Aισχύνη, ντροπή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιμασία [atimasía] η, region.
- dishonoring, dishonor (syn ατίμασμα, ατίμωση 1):
- poem θα τον αποστραφεί με ~
[fr MG ατιμασία ← Κ (pap, Favorinus, Exil. 17.6; 22.45, Il Papiro Vaticano Greco, II) ἀτιμασία]
- dishonoring, dishonor (syn ατίμασμα, ατίμωση 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατίμασμα το [atímazma] Ο49 : ατιμασμός.
[λόγ. ατιμασ- (ατιμάζω) -μα]