Παράλληλη αναζήτηση
69 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτι το [áti] Ο44α : (λογοτ.) ωραίο και εύρωστο αρσενικό άλογο: Περήφανο μαύρο ~.
[τουρκ. at -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- άτι το.
-
- Άλογο:
- (Πτωχολ. B 155).
[<τουρκ. at. H λ. και σήμ. λογοτ.]
- Άλογο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτι [áti] το,
- male riding horse, stallion, steed, charger (syn άλογο2 1, κέλης L, φαρί):
- άσπρο, γερό, μανιασμένο, φιλοπόλεμο, ωραίο ~ |
- folkt αποφάσισε ο αφέντης ο Άι-Γιώργης να πάει να το βλογήσει το παιδάκι και πήγε με το ~ του σαν περαστικός (Loukatos) |
- από ~ της καβάλας το 'χανε κάμει σαμαριάρικο (Prevelakis) |
- έβγαιναν πάντα κι αυτοί καβάλα σε περήφανα άτια (Ouranis) |
- poem ~ |
- και ρίχτηκε με τ' ~
[fr MG άτιν ← Turk at]
- male riding horse, stallion, steed, charger (syn άλογο2 1, κέλης L, φαρί):
[Λεξικό Κριαρά]
- άτιε, άκλ. προσφών.· άτιες.
-
- (Ως προσφών.) «καημένε», «-νη»:
- Mποζίκη … καλοκαρδισμένο, άτιες, σε βλέπω (Φορτουν. Γ´ 528).
[<κλητ. άτυχε του επιθ. άτυχος]
- (Ως προσφών.) «καημένε», «-νη»:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατίθασα [atíθasa] adv (L)
- untamably, unmanageably, wildly (near-syn άγρια 2):
- άξαφνα .. τινάζεται κει κάτω ~ |
- πάνω απ' το κεφάλι του γέροντα και του παιδιού τριγυρίζει ~ πνεύμα αμφίβολο και αινιγματικό (id.) |
- τα ασπρόγκριζά του μαλλιά πάντα τόσο ~ χτενισμένα (Nakou)
[der of ατίθασος2]
- untamably, unmanageably, wildly (near-syn άγρια 2):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατιθάσευτος -η -ο [atiθáseftos] Ε5 : που δεν τον τιθάσευσαν ή που δεν μπορούν να τον τιθασεύσουν· ατίθασος: Aτιθάσευτα ζώα. || (συνήθ. μτφ.): Aτιθάσευτο πάθος, αχαλίνωτο.
[λόγ. < ελνστ. ἀτιθάσευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιθάσευτος, -η, -ο [atiθáseftos] (L)
- untamable, unmanageable, unsubmissive, wild (syn ατίθασος2, near-syn ανυπότακτος2 2, απειθάρχητος2 3):
- φέρνουν την ψυχή .. σ' ένα δεινόν αγώνα της ατιθάσευτης υποσυνείδητης ουσίας με την πειθαρχημένη και παιδαγωγημένη συνείδηση (Chourmouzios) |
- μετουσιώνει .. το ατιθάσευτο πιδάκισμα της ερωτικής του έμπνευσης (Peranthis)
[fr kath ατιθάσευτος ← ΜG (CGL) ατιθάσευτος ← K ἀτιθάσευτος, cpd w. *τιθασευτός (: τιθασεύω); cf δυστιθάσευτος, ευτιθάσευτος; cf τιθασευτέον (Philo)]
- untamable, unmanageable, unsubmissive, wild (syn ατίθασος2, near-syn ανυπότακτος2 2, απειθάρχητος2 3):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατίθασο [atíθaso] το, (L)
- untamableness, unmanageability, unruliness, rebelliousness (near-syn ανυπακοή 3, απειθαρχία 3):
- υποφέρει πολύ και απ' το ατίθασον των Μανιατών αλλά κι αυτός έχει μικρή κατανόηση του .. πληθυσμού (SAntoniadi)
[fr kath το ατίθασον ← PatrG τe ἀτίθασον, substantiv. n of ἀτίθασος2]
- untamableness, unmanageability, unruliness, rebelliousness (near-syn ανυπακοή 3, απειθαρχία 3):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατίθασος -η -ο [atíθasos] Ε5 : α.που δεν μπορούν να τον τιθασεύσουν, να τον εξημερώσουν· άγριος, αδάμαστος. ANT εξημερωμένος: Aτίθασο άλογο. β. (για πρόσ.) που δεν υπακούει, δεν πειθαρχεί σε άλλον· ανυπάκουος, απείθαρχος: Aτίθασα παιδιά. Aτίθασοι μαθητές. ~ χαρακτήρας. || Aτίθασα μαλλιά, που δε στρώνουν εύκολα.
[λόγ. < ελνστ. ἀτίθασος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατίθασος1 [atíθasos] ο, (L)
- untamable or indomitable person, rebel (near-syn ανυπάκουος1, απείθαρχος1):
- η Δεξιά εκμεταλλεύεται .. τα ιερά και τα όσια, που για χάρη τους αναγκάζεται να κακομεταχειριστεί τους ατίθασους (Ploritis)
[substantiv. m of ατίθασος2]
- untamable or indomitable person, rebel (near-syn ανυπάκουος1, απείθαρχος1):