Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άτεχνος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για πράγμα) κακοφτιαγμένος:
- (Φορτουν. Aφ. 39).
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) ανεπιτήδειος:
- (Φορτουν. Aφ. 9).
- Tο ουδ. ως ουσ. = ανεπιτηδειότητα:
- ειδώς το άτεχνον αυτού (Δούκ. 23925).
[αρχ. επίθ. άτεχνος. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πράγμα) κακοφτιαγμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτεχνος -η -ο [átexnos] Ε5 : α.κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος χωρίς τέχνη· κακότεχνος, κακόγουστος, κακοφτιαγμένος, άκομψος, ακαλαίσθητος: Άτεχνη διακόσμηση. ~ ζωγραφικός πίνακας. Άτεχνο οικοδόμημα. Άτεχνο ύφος. ~ λόγος. Άτεχνες ρητορείες. β. (για ενέργειες) αδέξιος: Άτεχνη σκευωρία. γ. (για πρόσ.) που δε γνωρίζει καλά την τέχνη του: ~ ζωγράφος / χαράκτης / ξυλουργός.
άτεχνα ΕΠIΡΡ με τρόπο άτεχνο· αδέξια ή ακαλαίσθητα: ~ κατασκευασμένο κόσμημα. [αρχ. ἄτεχνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτεχνος, -η, -ο [átexnos]
- ① inartistic, unskilful, inept, clumsy, crude (near-syn αδέξιος 2, ατελής 1b, κακότεχνος, ant έντεχνος):
- ~ |
- ~ λόγος |
- ~ |
- άτεχνη γλώσσα, εικόνα, πρόζα |
- άτεχνηαναπαράσταση, μίμηση |
- άτεχνη ρητορική |
- άτεχνο αγγείο, κατασκεύασμα, ξόανο |
- άτεχνο μυθιστόρημα, σονέτο |
- βλέπομε στον τοίχο του γραμμένη .. με μεγάλα άτεχνα γράμματα την πρώτη ζητωκραυγή (Ouranis) |
- σε κάτι τέτοια άτεχνα κείμενα του επιστημονικού λόγου της δημοτικής παραπέμπουν τον κόσμο (Charis) |
- ο Σωκράτης δείχνει τη δύναμή του και σ' αυτές τις τέχνες και τότε ο σοφιστής φαίνεται δίπλα του ~ |
- η αφήγηση της γριάς παρουσιάζει .. άτεχνα παραγεμίσματα (Kakridis)
- ② not trained in any craft or profession, unskilled (near-syn ανειδίκευτος2):
- folkt δεν μπόρεσε να βρει καμιά δουλειά καλή, γιατί ήταν ~
[fr postmed, MG άτεχνος ← PatrG, K (also pap), AG ἄτεχνος]
- ① inartistic, unskilful, inept, clumsy, crude (near-syn αδέξιος 2, ατελής 1b, κακότεχνος, ant έντεχνος):