Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτακτο [átakto] το, (L) (& άταχτο)
- ① disorder, confusion (syn αταξία):
- εκείνο που με κανένα τρόπο δε μπορούμε να ανεχθούμε είναι το ~
- ② obsol army of irregulars (ant τακτικό):
- τους ρίχτηκαν πεζούρα και καβαλαρία, το ταχτικόν και άταχτον, απάνου από πέντε χιλιάδες (Makryg)
- ③ pl άτακτα τα, (collection of) miscellaneous writings, miscellany (syn ανάλεκτα, ανάμικτα1, σύμμικτα)
[fr kath το άτακτον, substantiv. n of άτακτος2]
- ① disorder, confusion (syn αταξία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατακτόπαιδο [ataktόpe∂o] το, (& αταχτόπαιδο)
- naughty or unruly child, brat (near-syn παλιόπαιδο):
- folkt κάτι αταχτόπαιδα την πετάξανε [τη βατραχούλα] σε μια κανάτα και κλείσαν από πάνω το καπάκι
[cpd of άτακτος2 & παιδί]
- naughty or unruly child, brat (near-syn παλιόπαιδο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατακτοποίητα [ataktopíita] adv (L) (& αταχτοποίητα)
- without setting in order, in disorder or disarray (near-syn άστρωτα, ασυγύριστα 1, ασυμάζευτα):
- έχει αταχτοποίητα στο σπίτι
[der of ατακτοποίητος]
- without setting in order, in disorder or disarray (near-syn άστρωτα, ασυγύριστα 1, ασυμάζευτα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατακτοποίητος -η -ο [ataktopíitos] & αταχτοποίητος -η -ο [ataxtopíitos] Ε5 : α.(για πργ.) που δεν τον τακτοποίησαν, δεν τον έβαλαν στην κανονική του θέση ή σειρά: Έχω ακόμα ατακτοποίητα τα βιβλία. Aτακτοποίητες σκέψεις. Aτακτοποίητο δωμάτιο, ασυγύριστο. β. που βρίσκεται ακόμα σε εκκρεμότητα· εκκρεμής, αδιευθέτητος: Aτακτοποίητες υποθέσεις. Aτακτοποίητοι λογαριασμοί. γ. (για πρόσ.) που δεν τακτοποίησε τα σχετικά με τον εαυτό του: Είναι ~ ακόμη από δουλειά, δεν τακτοποιήθηκε σε μια (οριστική) δουλειά.
[λόγ. α- 1 τακτοποιη- (τακτοποιώ), ταχτοποιη- (ταχτοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατακτοποίητος, -η, -ο [ataktopíitos] (L) (& αταχτοποίητος)
- ① not set in order, disordered, messy, untidy (syn in ασυγύριστος 1):
- ατακτοποίητο δωμάτιο, σπίτι |
- ατακτοποίητα βιβλία, κουζινικά, ρούχα |
- το υπόμνημα τακτοποιήθηκε σε κάποιο ατακτοποίητο αρχείο (Christidis) |
- το πλουσιότερο απόθεμα, που είχε συγκομίσει από την επαφή του με το ευρωπαϊκό πνεύμα, έμεινε μέσα του .. αταχτοποίητο, αταξινόμητο (Chourmouzios)
- ② not taken care of, not looked after, unattended (near-syn αφρόντιστος):
- το φρουραρχείο με πολλή νηφαλιότητα μάζευε τους ατακτοποίητους φαντάρους (Theotokas)
- ③ not cleared, unsettled, outstanding, not liquidated (syn αδιακανόνιστος, αδιευθέτητος, ακαθάριστος 4b, αξεκαθάριστος 2, αξεμπέρδευτος 1b):
- ~ |
- ατακτοποίητες υποθέσεις |
- ατακτοποίητο χρέος
[fr kath (neol) ατακτοποίητος, cpd w. *τακτοποιητός (: τακτοποιώ)]
- ① not set in order, disordered, messy, untidy (syn in ασυγύριστος 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- άτακτος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που γίνεται χωρίς τάξη:
- διωγμόν … άτακτον (Σφρ., Xρον. 17815)·
- β) ακατάστατος, ευμετάβλητος:
- άνεμοι οξείς και άτακτοι (Ωροσκ. 4123).
- α) Που γίνεται χωρίς τάξη:
- 2) Aντικανονικός, παράνομος:
- εισσόδους … ατάκτους (Mαχ. 1409‑10)·
- ηδονάς … ατάκτους (Διγ. Gr. 2046).
- 3) Που παραβαίνει κ.:
- ατάκτους ανθρώπους (Διαθ. Aλ. 2551).
- 4) Aπειθάρχητος:
- (Aχέλ. 2504).
- 5) Aναιδής, θρασύς, βίαιος:
- λόγον άτακτον (Σπαν. V 267)·
- (σε μεταφ.):
- και θέσει πόδαν άτακτον (Aνακάλ. 47).
- 6) Ληστής, «απελάτης»:
- τους ατάκτους … οπού εκαταπατούσαν τους τόπους του (Διγ. Άνδρ. 36215).
[αρχ. επίθ. άτακτος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτακτος -η -ο [átaktos] & άταχτος -η -ο [átaxtos] Ε5 : 1.(για πράξεις, φαινόμενα κτλ.) που γίνεται χωρίς τάξη, με τρόπο τυχαίο και ακανόνιστο, που δεν έχει κανένα ρυθμό, σύστημα, αρμονία: Άτακτη υποχώρηση / φυγή. ~ σφυγμός, ανώμαλος, ακανόνιστος. || (με ηθική σημ.): ~ βίος / άτακτη ζωή, χωρίς τάξη, μέτρο. Άτακτη πράξη, αταξία. 2. (για πρόσ.) που κάνει αταξίες, που οι πράξεις του ή η συμπεριφορά του είναι αντίθετες προς κάποιους κανόνες και ενοχλούν τους άλλους: Άτακτο παιδί. Ο δάσκαλος τιμωρεί τους άτακτους μαθητές, τους απείθαρχους. 3. (για στράτευμα κτλ.) που δεν είναι οργανωμένος σύμφωνα με την κανονισμένη πειθαρχία και δεν εφαρμόζει τους κανόνες της καθιερωμένης και επίσημα αναγνωρισμένης στρατιωτικής τέχνης. ANT τακτικός: Άτακτο στράτευμα. Άτακτα στίφη. || (ως ουσ.) ο άτακτος: Ομάδες ατάκτων.
άτακτα & άταχτα ΕΠIΡΡ: H καρδιά της χτυπούσε ~ και φοβισμένα. Yποχώρησαν ~. [λόγ. < αρχ. ἄτακτος· μσν. άταχτος < αρχ. ἄτακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτακτος1 [átaktos] ο, (L) (& άταχτος)
- ① soldier not belonging to a regular military unit, irregular (syn αντάρτης1 1b):
- η τακτική τους ήταν η τακτική των ατάκτων, των παρτιζάνων όπως λέγεται σήμερα (Vacalop) |
- έφυγε με .. όσο στρατό μπόρεσε να μαζέψει, ταχτικούς και άταχτους (Petsalis) |
- άτακτοι του EAM χτυπάν το ξενοδοχείο 'Eρμής' (ChZalokostas)
- ② disorderly or unruly person:
- χτυπάτε τους απείθαρχους· ξύλο στους άτακτους· όποιος δεν παίρνει από λόγια, παίρνει από ξύλο (Palaiologos)
[fr MG ο άτακτος, substantiv. m of άτακτος2]
- ① soldier not belonging to a regular military unit, irregular (syn αντάρτης1 1b):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτακτος2, -η, -ο [átaktos] (& άταχτος)
- ① lacking organization or order, unorganized, unordered (syn ανοργάνωτος 1, ασύντακτος2 1):
- ~ |
- άτακτη πολυλογία |
- άτακτο πλήθος |
- άτακτοι κολοσσιαίοι όγκοι συσσωρεύθηκαν τυχαία (Thrylos) |
- αυτό συνέτεινε ώστε η δικτατορία του K. να είναι χωρίς σύστημα, πιο άτακτη, πιο σπασμωδική (Skliros) |
- την επικράτηση των Oθωμανών Tούρκων την έκρινε κυρίως .. ο ~
- ② disordered, disorderly, confused (ant τακτικός):
- άτακτοι συλλογισμοί |
- άτακτες φωνές |
- η ομάδα τράπηκε σε άτακτη φυγή |
- ζει άτακτη ζωή |
- αόριστες, ανακατωμένες, άτακτες του παρουσιαζόνταν οι εικόνες (Xenop) |
- γίνεται κείνος ο χαλασμός και η άταχτη μετακόμιση την πρώτη Σεπτεμβρίου (Pasagiannis) |
- τα λόγια χύνονται χείμαρρος ορμητικός από τ' άτακτο στόμα του (ChZalokostas)
- ⓐ disordered, dishevelled, untidy, messy (syn ακατάστατος 1, ant τακτικός):
- ~ |
- κοιτάζει το στρατοκόπο .. με τ' άταχτα γένεια (Panagiotop) |
- τα μαλλιά τ' άφησε ο καλλιτέχνης άτακτα (ChZalokostas) |
- poem για μένα ήτανε τυχερό | το άταχτο το νοικοκυριό (Agras)
- ③ irregular, uneven (ant τακτικός):
- έρχεται σε άταχτες ώρες |
- ήταν .. μάλλον άσχημη, χλωμή, με μεγάλο στόμα, με άτακτα δόντια (Xenop) |
- τα γράμματα .. είναι άνισα (τρία διάφορα μεγέθη) και σε άτακτη αραίωση (Charitonidis)
- ⓑ halting, faltering, irregular, unsteady:
- πάει με άταχτα πηδήματα |
- φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, .. μ' ένα βήμα άτακτο (Karkavitsas) |
- έκανε την άτακτη, την απότομη εκείνη κίνηση, σαν του μεθυσμένου (Xenop)
- ④ misbehaving, unruly, naughty, undisciplined (syn απειθάρχητος 2b, ασύντακτος2 2):
- ~ |
- άτακτο παιδί |
- ήταν ο μέγας καημός αυτού του .. αμέριμνου και ηθικά άτακτου κοσμοπολίτη (Kanellop) |
- το τελευταίο αλμπούμ .. κίνησε πραγματικά το ενδιαφέρον μου για τα άταχτα παιδικά μου χρόνια (Geros) |
- rembetiko song αν δεν αλλάξεις τακτική, | ψεύτρα και άταχτη μικρή κλ (IPetrop)
- ⓒ not belonging to a regular army, irregular (near-syn ασύντακτος2 2b, ant τακτικός):
- ~ |
- άτακτες ορδές |
- μέσα εις την Aθήνα ήταν πλήθος στρατέματα, ταχτικά κι άταχτα (Makryg) |
- δεν αποτελούσαν πια άτακτα μπουλούκια, αλλά ένοπλα στίφη (Roufos) |
- οι άτακτοι αγωνιστές .. δεν είχαν όρεξη να παραδώσουν τα όπλα τους (Theotokas)
[fr postmed, MG άτακτος ← K (also pap), AG ἄτακτος]
- ① lacking organization or order, unorganized, unordered (syn ανοργάνωτος 1, ασύντακτος2 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατακτοσύνη η.
-
- Αταξία (ηθ.):
- τες ατακτοσύνες … άσχημον ένι … ο γέρος να γυρεύγει (Γεωργηλ., Θαν. 400).
[<επίθ. άτακτος + κατάλ. ‑σύνη. T. σήμ. ποντ.]
- Αταξία (ηθ.):