Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσωτος, επίθ.
-
- 1) Σπάταλος, που ξοδεύει τα χρήματά του σε βίο έκλυτο:
- (Aσσίζ. 28323)·
- (προκ. για τη ζωή):
- εβίου ζωήν άσωτον (Iστ. πολιτ. 3510).
- 2) Aκόλαστος:
- (Δούκ. 23510).
- Tο αρσ. ως ουσ. προκ. για τον άσωτο υιό της K.Δ.:
- δέξαι μας ως τον άσωτον (Πένθ. θαν. 434).
[αρχ. επίθ. άσωτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Σπάταλος, που ξοδεύει τα χρήματά του σε βίο έκλυτο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσωτος 1 -η -ο [ásotos] Ε5 : που σπαταλά ασυλλόγιστα και διασκεδάζει χωρίς μέτρο και φραγμό: ~ άνθρωπος. (έκφρ.) ~ υιός, για άνθρωπο που σπαταλά την πατρική περιουσία. || (ως ουσ.): H επιστροφή* του ασώτου. || Άσωτη ζωή / πράξη.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἄσωτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσωτος 2 -η -ο : (προφ.) άσωστος 1: Άσωτη είναι η μέρα σήμερα. Ξόδεψε άσωτα χρήματα, πάρα πολλά. ~ ουρανός, απέραντος.
[αρχ. ἄσωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσωτος1 [ásotos] ο, (L)
- ① person who repents of having led a dissolute life, prodigal:
- Kυριακή του Aσώτου Gr Orthod Ch third Sunday before Lent, Septuagesima Sunday |
- τούτη τη φορά εξαγνίστηκα για όλα τ' ανομήματά μου· αληθινή επιστροφή του ασώτου (TAthanasiadis)
- ⓐ fig person welcomed home after a long absence:
- κάτι που ξυπνά τις ελπίδες των Γαλαξιδιωτών για το μέλλον είναι και η επιστροφή των άσωτών τους (Palaiologos)
- ② law person judged incapable of managing his property on account of wasteful habits, prodigal:
- η ανικανότητα του ασώτου .. αρχίζει μόλις υποβληθεί η αίτηση που προκάλεσε την απαγόρεψη (Christidis AK)
[fr kath ο άσωτος, substantiv. m of άσωτος2]
- ① person who repents of having led a dissolute life, prodigal:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσωτος2, -η, -ο [ásotos]
- ① wasteful, extravagant (syn σπάταλος):
- σαν άσωτη κακούργα στρίγγλα η πυρκαγιά έσπερνε τον όλεθρό της (Vlachogiannis) |
- τα μάτια να 'ναι γεμάτα από το θείο όραμα της ομορφιάς, που σκόρπισε μ' άσωτα χέρια ο άφθαστος τεχνίτης (Melas) |
- δεν βρίσκεται .. ένας κληρονόμος, για να θέσει υπό απαγόρευση τους άσωτους αυτούς εργάτες του καλού (Palaiologos)
- ⓐ phr ~:
- o ~ |
- είναι το άσωτο παιδί, που δραπετεύει μέσα στη νύχτα από το σπίτι του (Xefloudas)
- ⓑ profligate, dissolute, licentious (syn ακόλαστος 1, έκλυτος):
- άσωτη χλιδή |
- τη ζωή αυτή την άσωτη, την ξεφρενιασμένη, την πολυτάραχη, την έβλεπε τώρα ολάκερη (Xenop) |
- εγκαταλείπεται σε άσωτη απόλαυση ζωής και σχεδίων (Peranthis) |
- απομεινάρι εξαίσιου κόσμου, όπου μέσα ζούσαν και ανάσαιναν οι πλουσιότεροι και ασωτότεροι της ζωής άνθρωποι (Apostolakis) |
- rembetiko song όσοι με λένε άσωτο και με κατηγορούνε | το ντέρτι που 'χω στην καρδιά να σβήσουν δε μπορούνε (IPetrop)
- ② inexhaustible, endless, boundless, unlimited (syn in αστείρευτος 2):
- ~ |
- ~ |
- άσωτη αρμονία, δροσιά, νύχτα, πνοή |
- άσωτο πέλαγο |
- άσωτα κύματα, νερά |
- folks. να σε παντέχω ξάμηνο, να σε παντέχω χρόνο; | είναι πολύ το ξάμηνο, ~ |
- poem .. άσωτο νάμα ο ποταμός | μέσ' την καρδιά μου εκύλα (Sikel) |
- άπαυτος που 'ναι ο θερισμός κι ~ ο άγιος τρύγος (Avgeris)
[fr postmed, MG άσωτος ← PatrG, K, AG ἄσωτος; sense 2 by blend fr άσωστος]
- ① wasteful, extravagant (syn σπάταλος):