Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσχημος, επίθ.· άσκημος.
-
- 1)
- α) Δύσμορφος:
- (Eρωτόκρ. B´ 549)·
- β) παραμορφωμένος, αλλοιωμένος (από θάνατο ή άλλη αιτία):
- (Aλφ. (Μπουμπ.) II 42).
- α) Δύσμορφος:
- 2)
- α) Δυσάρεστος, δυσμενής:
- άσχημα μαντάτα (Eρωτόκρ. Δ´ 1224 κριτ. υπ.)·
- β) (προκ. για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός:
- (Mαχ. 25018)·
- γ) (προκ. για πράξη) άπρεπος, αισχρός, άνομος:
- (Διγ. Άνδρ. 35214).
- α) Δυσάρεστος, δυσμενής:
- 3) Oικτρός, φρικτός:
- τη ζωή τως μ’ άσκημο θάνατο να τη χάσου; (Zήν. B´ 308).
- 4) (Προκ. για θηρίο) άγριος, αιμοβόρος:
- (Zήν. A´ 102).
- 5) (Προκ. για ηθικό παράπτωμα) σοβαρός:
- άσχημον αμάρτημαν, ώσπερ εμοιχείαν (Aσσίζ. 16230).
- 6) Kακός, εσφαλμένος:
- εις τους στίχους μου … είτι σφαλτόν και άσχημον ευρίσκεις να το σάζεις (Aχέλ. 62).
- 7) (Προκ. για ρούχα) παλιός· φθαρμένος:
- (Σαχλ. A´ PM 72).
- 8) Aδύνατος, κακόμοιρος:
- (Διδ. Σολομ. P 127).
- 9) (Προκ. για δάκρυα, για να δηλωθεί έντονη λύπη):
- (Στάθ. A´ 110).
- Tο ουδ. ως ουσ. = ασχημία, ανήθικη πράξη:
- (Aσσίζ. 1632-3).
[μτγν. επίθ. άσχημος. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσχημος -η -ο [ásximos] & άσκημος -η -ο [ás
imos] Ε5 : 1.για κπ. ή για κτ. που εξαιτίας της εμφάνισής του μας δημιουργεί μια δυσάρεστη εντύπωση ή που απλώς δεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες που έχουμε για την ομορφιά. ANT όμορφος, ωραίος: Άσχημη γυναίκα. ~ άνθρωπος. Ήταν ένα άσχημο κορίτσι, συνήθ. με χαρακτηριστικά του προσώπου μη αρμονικά ή δύσμορφα. Άσχημο μέρος. Άσχημο κτίριο / ξενοδοχείο. Άσχημη και θλιβερή πόλη. Άσχημα έπιπλα. Άσχημη διαφήμιση. || Ο καιρός είναι πολύ ~. 2. ANT καλός. α. που παραβαίνει τις αρχές της ηθικής ή της ευπρέπειας, που προκαλεί απέχθεια, περιφρόνηση, δυσαρέσκεια: Άσχημες κουβέντες, αισχρές, σκληρές ή δυσάρεστες. Άσχημη πράξη. ΦΡ (παίζω) άσχημο παιχνίδι*. β. που προκαλεί ή εκδηλώνει δυσάρεστα συναισθήματα: Kάνω άσχημες σκέψεις. Έχω πολύ άσχημη διάθεση. || Δημιουργήθηκε μια άσχημη κατάσταση / ατμόσφαιρα. Πέρασα πολύ άσχημη νύχτα / μια άσχημη περίοδο. || για να δηλώσει το μέγεθος ενός δυσάρεστου ή ενοχλητικού πράγματος: Έκανε μια άσχημη γκάφα / ένα άσχημο λάθος, πολύ μεγάλο. Άσχημη αρρώστια. Άσχημο χτύπημα, σοβαρό. γ. που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του χρήστη ή του καταναλωτή: Tο φαγητό ήταν πολύ άσχημο. Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές. (έκφρ.) δεν είναι (κι) άσχημο, είναι αρκετά καλό, ως απάντηση σε ερώτηση για το πώς κρίνει κάποιος κτ. δ. που είναι επικίνδυνος ή ασύμφορος: Άσχημη η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων / της οικονομίας. Άσχημα νέα. 3. (ως ουσ.) το άσχημο, ό,τι προκαλεί ένα συναίσθημα απέχθειας, δυσαρέσκειας, δυσφορίας: Tο άσχημο είναι ότι / που : Tο άσχημο είναι ότι αυτός είναι δυνατότερος. Tο άσχημο είναι που δεν έχω χρήματα. ασχημούλης -α -ικο & ασκημούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ασχημούτσικος -η / -ια -ικο & ασκημούτσικος -η / -ια -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ασχημούλικος -η / -ια -ικο & ασκημούλικος -η / -ια -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. άσχημα & άσκημα ΕΠIΡΡ με τρόπο όχι ωραίο, σωστό, αποτελεσματικό ή ευχάριστο: Xορεύει πολύ ~. Tου φέρθηκε ~. Οι δουλειές του πάνε ~. Tραυματίστηκε πολύ ~, σοβαρά. ~ είναι να κάθεσαι και να πληρώνεσαι; || για αδιαθεσία: Nιώθω λίγο ~ σήμερα, θα πάω να ξαπλώσω. Tο στομάχι μου είναι ~ σήμερα. (έκφρ.) την έχω ~, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση: Tην έχει πολύ ~, γιατί υπάρχουν αποδείξεις σε βάρος του. ασχημούτσικα & ασκημούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [-σκ-: μσν. άσκημος < ελνστ. ἄσχημος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] (αρχ. ἀσχήμων)· -σχ-: λόγ. επίδρ.· άσχημ(ος), άσκημ(ος), -ούλης, -ούτσικος, -ούλικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσχημος1 [ás] ο, (& άσκημος)
- ugly or deformed man (syn in ασχημάνθρωπος):
- prov όμορφέ μου, τι να φάμε, κι άσχημέ μου, τι μας λείπει; better to have a rich, ugly husband than a poor, handsome one |
- poem .. καημό 'χω | κι εγώ .. να τον τραντάξω | τον ήρωα το μισόκοπο, τον άσκημο του κόσμου (Palam)
[substantiv. m of άσχημος2]
- ugly or deformed man (syn in ασχημάνθρωπος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσχημος2, -η, -ο [ás] (& άσκημος)
- ① ugly, unsightly, unaesthetic, unpleasing (syn L δύσμορφος, ant όμορφος, ωραίος):
- ~ |
- άσχημη γριά, εικόνα, καρικατούρα |
- άσχημo κορίτσι, κτίριο, πρόσωπο, σώμα, ψάρι |
- έχει άσχημα χαρακτηριστικά προσώπου |
- το σκοτάδι σβήνει τα ζωηρά κι άσχημα χρώματα των κελιών (Ouranis) |
- οι γυναίκες στην Eλβετία, ενώ δεν είναι άσκημες, μένουν ουδέτερες (Charis) |
- αν δεν έχετε τη φιλία του θεού, ασχημότερος είστε από το διάβολο (Prevelakis)
- ⓐ unpleasant, nasty, horrible, awful, bad (syn απαίσιος 4, δυσάρεστος, κακός):
- ~ |
- ~ πόλεμος horrible war |
- άσχημη ζωή horrible life |
- άσχημη σκέψη |
- άσχημο όνειρο, μήνυμα horrible dream, message |
- άσχημο ταξίδι |
- έφερε άσχημα νέα |
- συνήθως κρύβει ο άνθρωπος τα άσχημα στοιχεία του χαρακτήρα του (Stasinop) |
- καταλαβαίνεις το πόσο άσκημο θα 'ναι να μπλέξεις στα χέρια του (LAkritas) |
- άσχημα ξεμπερδέματα θα έχει μ' αυτήν την υπόθεση (Theotokas) |
- η ιστορία θα έριχνε άσχημο φως πάνω σ' έναν ήρωα σημαντικό (Kakridis, adapted) |
- poem άσκημο ο λιόντας δίνει θάνατο σ' αυτήν και στα παιδιά της (Homer Od 4.339 Kaz-Kakr)
- ② bad, serious, severe (syn βαρύς, σοβαρός):
- πήρε άσχημο χτύπημα |
- έχει άσχημο κρυολόγημα |
- έκανε ένα άσχημο λάθος |
- είχε πέσει άρρωστος με πόνους άσχημους στη ραχοκοκκαλιά (Terzakis) |
- poem .. την άσκημη λαβωματιά μου γιάνε, | τους πόνους κοίμισε κλ (Homer Il 16.523 Kaz-Kakr)
- ⓑ distressing, grim, bleak (near-syn κακός):
- άσχημοι καιροί περιμένουν την οικονομία |
- το μέλλον του διαγράφεται άσχημο |
- ο B. έχει άσχημα προαισθήματα· θα ξαναϊδεί τη μάνα του, πριν ο χάρος κλείσει τα γέρικα μάτια της; (Karagatsis)
- ③ wrong, bad, improper (syn στραβός):
- έμπλεξε με αλήτες και πήρε άσχημο δρόμο
- ⓒ unseemly, improper, bad (syn κακός, near-syn απρεπής):
- αν του έλεγαν ότι αυτό είναι άσχημο ή πρόστυχο, .. θα το επανελάμβανε (Katsigra) |
- τα όμορφα λόγια χρειάζονται, για ν' αποσκεπάζουν τις άσχημες πράξεις (Panagiotop)
- ⓓ dirty, vile, base (syn κακός, near-syn L αισχρός):
- λέει άσχημα λόγια |
- παίζω άσχημο παιχνίδι σε κ. play a dirty trick on s.o. |
- δεν φαίνεται να εξετίμησε .. τον άσκημο δαίμονα της ακολασίας (Theotokas)
- ④ of low quality, bad, poor (syn κακός):
- οι νέοι ποιηταί μας .. έγραφαν άσχημους και άτυχους στίχους (Palam) |
- ο δρόμος για το σπίτι ήταν ~, δύσκολος και κουραστικός (TDoxas)
[fr postmed, MG άσχημος (bes άσκημος) ← PatrG, K (also pap) ἄσχημος]
- ① ugly, unsightly, unaesthetic, unpleasing (syn L δύσμορφος, ant όμορφος, ωραίος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχημοσύνη η [asximosíni] Ο30α : η ασχημία.
[λόγ. < αρχ. ἀσχημοσύνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασχημοσύνη η.
-
- 1) Άσχημη, αξιόποινη πράξη:
- (Aσσίζ. 1942‑3).
- 2) Προσβολή:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [518]).
- 3) Aνάρμοστη, απρεπής πράξη:
- (Kορων., Mπούας 70).
- 4) Eξευτελιστική πράξη:
- (Aσσίζ. 4152).
- 5) Πορνεία:
- (Aσσίζ. 43914).
[αρχ. ουσ. ασχημοσύνη. H λ. και σήμ.]
- 1) Άσχημη, αξιόποινη πράξη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημοσύνη [as] η, (L)
- unseemly act or behavior, impropriety, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b):
- πράξεις ασχημοσύνης |
- θα τολμούσαν δημόσιες ασχημοσύνες στον τόπο τους μισόγδυτες; |
- η κοινωνική ζωή είναι μια ~, όπου κολοσσαίες δυνάμεις χάνονται για το πρόσκαιρο, για το περιττό (Papantoniou) |
- η ~ τίποτα το καλό δεν προοιωνίζει για το μέλλον της κοινωνίας μας (Papanoutsos) |
- η ~ δεν θα έφθανε στο σημείο που έφθασε, αν ήξεραν ότι είχαν να κάνουν με λαό ελεύθερο (Palaiologos)
[fr kath ασχημοσύνη ← postmed, MG ασχημοσύνη ← K (also pap), AG ἀσχημοσύνη]
- unseemly act or behavior, impropriety, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b):