Παράλληλη αναζήτηση
53 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσχημο [ás] το, (L) (& άσκημο)
- :
- αληθινός σατιρικός ποιητής είναι ακριβώς εκείνος που εξορκίζει το άσκημο, το ταπεινό, το φαύλο (Melas) |
- το ωραίο και το ~ |
- υπάρχει .. τάση να εξαρθεί το ~ σαν πιο εκφραστικό (Evelpidis)
[fr kath το άσχημον ← MG (Cypr Assiz.) άσκημον ← PatrG ἄσχημον, substantiv. n of ἄσχημος2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχημο- [as
imo] & ασκημο- [as imo] & ασχημό- [as imó] ή ασκημό- [as imó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ασχημ- [as im] ή ασκημ- [as im], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε σύνθετα επίθετα, δηλώνει ότι στο προσδιοριζόμενο είναι άσχημο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μούρης και ασκημομούρης, ασκημόθωρος. 2. σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά δηλώνει ότι είναι άσχημο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ασχημάνθρωπος, ασκημάντρας. ANT ομορφο-. || (μτφ.) ασχημόπαπο. [-σκ-: μσν. ασκημ(ο)- θ. του επιθ. άσκημ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ασκημο-ποδαρούσα < ασχημο-ποδαρούσα· -σχ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημο- [as] (& ασκημο-) 1st me of cpds
- ① ugly, unsightly (ant ομορφο-):
- ασχημοθώρητος, ασχημομύτης, ασχημοπούλι, ασχημόσπιτο, ασχημόκωλος, ασχημοπόδαρος, ασχημόσκυλο, ασχημοφορεμένος etc
- ② badly, defectively or incompetently (syn κακο-):
- ασχημοβλέπω, ασχημοδουλεύω, ασχημοκομμένος, ασχημοπλασμένος etc
- ③ unseemly, improper:
- ασχημοδουλειά, ασχημοφέρνομαι etc
[der of άσχημος2]
- ① ugly, unsightly (ant ομορφο-):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημόγερος [as] ο, (& ασκημόγερος)
- ugly old man:
- μπορεί κανείς να φανταστεί πως τη συγκίνησε ένας ασκημόγερος; (Xenop)
[fr postmed (Somavera) ασχημόγερος, cpd w. γέρος; cf ασχημονιός]
- ugly old man:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημόγλωσσα [as] η, (& ασκημόγλωσσα)
- dirty mouth, foul mouth (syn βρωμόγλωσσα):
- αυτή η γυναίκα έχει μια ~
[cpd w. γλώσσα]
- dirty mouth, foul mouth (syn βρωμόγλωσσα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημογυναίκα [as] η, (& ασκημογυναίκα)
- ugly woman (syn ασχημογύναικο):
- τέτοιες ασχημογυναίκες, τι έχουν να κάνουν με την ομορφιά την αρχαία; (Panagiotop)
[cpd w. γυναίκα]
- ugly woman (syn ασχημογύναικο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημογύναικο [as] το, s. ασχημογυναίκα
- :
- στα πεζογραφήματά μου .. δεν κατόρθωσα να περιγράψω ασχημογύναικα (Panagiotop)
[cpd w. γυναίκα; cf βρωμογύναικο, παλιογύναικο etc]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασχημοθώρητος, επίθ.· ασκημοθώρετος.
-
- Που έχει άσχημη όψη:
- (Tζάνε, Kατάν. 26).
[<επίθ. άσχημος + θωρώ]
- Που έχει άσχημη όψη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημόθωρος, -η, -ο [as] (& ασκημόθωρος)
- having an ugly appearance, ugly-faced (syn in ασχημομούρης2):
- ω τον άμοιρο, είπα, τι χάλασμα ασκημόθωρο, σα να το γέννησε σεισμός (Vlachogiannis) |
- προς εξωραϊσμό και της παρούσης ασχημόθωρης .. κοινωνίας (Athanas)
[cpd w. θωριά]
- having an ugly appearance, ugly-faced (syn in ασχημομούρης2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημοκαμωμένος, -η, -ο [asçimokamoménos] (& ασκημοκαμωμένος)
- misshapen (in body), deformed, malformed (syn κακοφτιαγμένος):
- ο ~ |
- ήταν αποφασισμένος να την παντρέψει με .. το μεσόκοπο και ασχημοκαμωμένο βοηθό του (Sachinis)
[cpd w. καμωμένος]
- misshapen (in body), deformed, malformed (syn κακοφτιαγμένος):