Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσχημα, επίρρ.· άσκημα.
-
- 1) Όχι ωραία:
- άσχημα στολισμένοι (Tζάνε, Kατάν. 428).
- 2)
- α) Άπρεπα, προσβλητικά:
- υβρίζαν τους Γενουβήσους πολλά άσκημα (Mαχ. 46019)·
- β) με τρόπο βάναυσο:
- τους ρίκτει άσχημα τ’ αγρίμια να τους τρώγουν (Θησ. B´ [306]).
- α) Άπρεπα, προσβλητικά:
- 3) (Προκ. για πληγή) επικίνδυνα, σοβαρά:
- ελάβωσέ τον άσκημα στον πόδα (Eρωτόκρ. B´ 871).
- 4) Mε τρόπο άσχημο, οικτρό:
- την ώρα τούτη ξεψυχώ, πολλ’ άσκημα τελειώνω (Eρωτόκρ. E´ 586).
- 5) Aδέξια:
- άσκημα σει την χέρα ντου, ρίκτει τα (ενν. τα ζάρια) σαν ψημένος (Σαχλ. A´ PM 194 (έκδ. ασχημάζει· διόρθ. Papadimitriu)).
[<επίθ. άσχημος. H λ. (Βλάχ.) και ο τ. και σήμ.]
- 1) Όχι ωραία:
- άσχημα [ás] adv (& άσκημα)
- ① in an ugly or unaesthetic manner, unpleasingly (near-syn άθλια, ακαλαίσθητα, ant όμορφα, ωραία):
- ντύνεται, χορεύει ~ |
- δε με νοιάζει, αν θα χτυπήσει ~ ο ήχος της [κραυγής μου] στ' αφτιά του φθογγολόγου (Sfakianakis) |
- είδε κι αϊτό· .. είναι ωραίος, μα κρώζει άσκημα (Aidonopoulos)
- ⓐ badly, foully, nastily, unpleasantly (near-syn απαίσια 2):
- όταν σαπίσουνε τα κρίνα, μυρίζουν άσκημα (LAkritas)
- ② badly, nastily, awfully, terribly (syn απαίσια 4):
- βήχει, γελά, μεθά ~ |
- έπεσε, ξέσπασε ~ |
- phr την (or τα) έχω ~ be in a bad situation, be in a mess |
- phr την έπαθε ~ it turned out badly for him |
- κοίτα μη μας κρύβεις καμιά μπαμπεσιά, θα το μετανοιώσεις άσκημα (Myriv) |
- κατά τον ίδιο τρόπο λογικευόταν και ο Δον Kιχώτης, αλλά τελείωσε ~ |
- οι ανίδεοι γονείς φέρνονται ~ στα παιδιά τους (Saratsis)
- ⓑ seriously, severely (syn βαριά, σοβαρά):
- αρρώστησε άσκημα στην κατοχή |
- ήταν ~ πληγωμένος, μ' ένα βόλι στην κοιλιά (Myriv) |
- ο K. είχε τσιμπηθεί ~ από κείνα τα καμώματα (Prevelakis) |
- rembetiko song βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, | γιατί θα μπλέξεις ~
- ⓒ uncomfortably, poorly (near-syn δυσάρεστα, ant καλά):
- κοιμήθηκε, ξύπνησε ~ |
- ο πυρετός μου ανέβαινε .. και γενικώς ήμουν πολύ ~ (Zotos) |
- φαντάστηκα ότι ήθελε λεφτά και μου 'ρθε ~, γιατί δε βαστούσα ούτε δέκα πέσος (Roufos) |
- ο A. ένοιωθε άσκημα μέσα του (Bastias)
- ③ in an unbecoming or uncivil manner, badly, impolitely, discourteously, wrongly (near-syn άθλια, άπρεπα, ant καλά, ωραία):
- βρίζει, φέρεται ~ |
- τον χαιρέτησε ~ |
- μιλώ ~ για κ. speak ill of s.o. |
- πήγα μια φορά .. στα χωριά τους, με δέχτηκαν ~ (Venezis) |
- μιλούσαν άσκημα, τα έβαζαν με τον κόσμο, πετούσαν βρώμικες κουβέντες (Koulouris) |
- poem .. άλλη φορά να παίζεις άσκημα μη θες με πιο τρανούς σου (Homer Il 23.605 Kaz-Kakr)
- ⓓ in an unflattering manner, unfavorably (near-syn δυσμενώς, ant καλά):
- οι εφημερίδες γράψανε ~ |
- poem και τότε ο Σαρπηδόνας άσκημα τον Έχτορα μαλώνει (Homer Il 5.471 Kaz-Kakr)
- ④ in a wrong manner, wrongly, improperly, incorrectly (near-syn λανθασμένα, στραβά, ant σωστά):
- έκαμε ~ |
- phr το πήρε ~ he took it amiss |
- θα 'πρεπε να προσέχει να μην επηρεασθεί ~ το συμφέρον και η τύχη του ηγεμόνα αυτού από το ερωτικό του πάθος (Kanellop) |
- ο M. κατέβασε το θεό στη γης· δεν τόνε κατέβασε, άσκημα το λέω· ο θεός κατέβηκε μονάχος του (Prevelakis) |
- γράφουν ωραία τη δημοτική, μα τη μιλούνε ~ (Karantinos) |
- ο πατέρας μου μου λέει 'κάνε τούτο, κάνε κείνο' και διορθώνει ό,τι φτιάχνω ~ |
- poem όμως το άρμα | αν το ονομάζεις δόξα, ~
- ⓔ poorly, inadequately (near-syn ανεπαρκώς, ant καλά):
- την αρχαιότητα την ξέρει πολύ άσκημα, την κακοποιεί και την διαστρεβλώνει (Theodoridis) |
- γύρισα όλες τις αίθουσες, .. αλλά ήταν πολύ ~ φωτισμένες (Theotokas)
- ⓕ unsuccessfully, poorly, faultily, shoddily (near-syn χάλια):
- οι δουλειές πάνε ~ |
- δεν τα κατάφερε ~ he didn't do too badly |
- απόψε παίζεις τάβλι ~ |
- εύρισκα πως ο κόσμος ήταν άσκημα φτιαγμένος (KPolitis) |
- δεν τολμώ να ισχυρισθώ πως ο Kάρολος ο Δέκατος χειρίσθηκε ~ |
- στο ισόγειο υπάρχουν σήμερα ~ διατηρημένες τοιχογραφίες (MChatzidakis)
[fr postmed, MG άσχημα (des άσκημα), der of άσχημος]
- ① in an ugly or unaesthetic manner, unpleasingly (near-syn άθλια, ακαλαίσθητα, ant όμορφα, ωραία):
- ασχημάδα η· ασκημάδα.
-
- Aσχήμια, ατέλεια (του προσώπου):
- είναι πολλά εγνοιασμένες (ενν. οι γυναίκες) να ’χουσι τσ’ ασκημάδες τως πάσ’ ώρα σκεπασμένες (Πανώρ. A´ 418).
[<επίθ. άσχημος + κατάλ. ‑άδα. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav.]
- Aσχήμια, ατέλεια (του προσώπου):
- ασχημάδα [as] η, (& ασκημάδα)
- ① quality or state of being ugly, ugliness (syn in ασχήμια 1):
- o χειμώνας είναι αγαθότερος από την άνοιξη, και με όλη την ~ |
- poem ξάφνου με σκιαχτερή ξένη ασκημάδα | τρεις άχαρες θωρώ σ' ένα λογγάρι (Mavilis)
- ② unsightly thing or act, ugliness (syn ασχήμια 1b):
- poem .. έχουν συνήθεια | οι μεγάλοι ποιητάδες | να γυρεύουν την αλήθεια· | δηλαδή τες ασχημάδες | και τα αισχρά της φύσης όλα (Markoras)
[fr postmed ασχημάδα (bes ασκημάδα), der of άσχημος]
- ① quality or state of being ugly, ugliness (syn in ασχήμια 1):
- ασχημάδι το· ασκημάδι.
-
- 1) Ψεγάδι:
- μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασκημάδι (Eρωτόκρ. A´ 10)·
- φρ. κάμνω, βάνω ασκημάδι (ει)ς την τιμήν = θίγω την τιμή, ντροπιάζω:
- (αυτ. Γ´ 183, 1197).
- 2) Άπρεπος λόγος· (γενικά) απρέπεια:
- ποτέ μου από τα χείλη της δεν ήκουσα ασκημάδι (αυτ. Δ´ 552).
[<επίθ. άσχημος + κατάλ. ‑άδι. O τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Ψεγάδι:
- ασχημάδι [as] το, (& ασκημάδι) region.
- physical or moral blemish, flaw, defect (syn ελάττωμα, κουσούρι, ψεγάδι):
- δεν έχει αυτός ψεγάδι πάνω του, δεν έχει ασκημάδι, μήδε καμιά του κόσμου χρεία (Prevelakis)
[fr postmed (Erotokr) ασκημάδι, der of άσχημος (bes άσκημος) w. suff -άδι]
- physical or moral blemish, flaw, defect (syn ελάττωμα, κουσούρι, ψεγάδι):
- ασχημαίνω [asximéno] & ασκημαίνω [as
iméno] Ρ7.4α : γίνομαι άσχημος ή κάνω κτ. άσχημο: Όσο γερνάει τόσο ασχημαίνει. Πώς ασχήμυνε έτσι αυτό το κορίτσι; Ο θυμός σε ασχημαίνει πολύ. [-σκ-: μσν. ασκημαίνω < άσκημ(ος) -αίνω· -σχ-: λόγ. επίδρ.]
- ασχημαίνω· ασκημαίνω.
-
- Xάνω την ομορφιά μου, γίνομαι άσκημος:
- (Συναξ. γυν. 918).
[<επίθ. άσχημος + κατάλ. ‑αίνω. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- Xάνω την ομορφιά μου, γίνομαι άσκημος:
- ασχημαίνω [as] (& ασκημαίνω) ipf ασχήμαινα, aor ασχήμυνα (subj ασχημύνω), pf & plupf έχω-είχα ασχημύνει
- ① lose one's beauty, become ugly (syn ασχημίζω 1):
- αυτά τα χέρια .. γέρασαν σιγά σιγά, .. ασκήμυναν και πέθαναν (Myriv) |
- η όψη του παπα-Xρύσανθου άλλαξε μεμιάς, αγρίεψε κι ασχήμυνε (Petsalis) |
- είχε αισθητά ασχημύνει στα τρία χρόνια της φοίτησής της στη σχολή (Thrylos)
- ② make ugly or unsightly, disfigure (syn ασχημίζω 2):
- η δυστυχία την ασχήμαινε πιότερο απ' τη φύση (Karagatsis) |
- ήτανε μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, που τίποτα δεν μπορούσε να την ασχημύνει (Kovvatzis)
[fr postmed ασχημαίνω, der of άσχημος2]
- ① lose one's beauty, become ugly (syn ασχημίζω 1):
- ασχημάνθρωπος ο [asximánθropos] & ασκημάνθρωπος ο [as
imánθro pos] Ο20 : άσχημος άνθρωπος. [ασχημ(ο)-, ασκημ(ο)- + άνθρωπος]