Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσχετος -η -ο [ásxetos] Ε5 : 1.για δύο ή περισσότερα πράγματα, φαινόμενα, καταστάσεις ή πρόσωπα που δε συνδέονται με κάποιο κοινό στοιχείο, που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους: Tα στοιχεία που μου αναφέρεις είναι άσχετα μεταξύ τους. Mου έκανε ξαφνικά μια τελείως άσχετη ερώτηση. Εκεί που συζητούσαμε σοβαρά, άρχισε να μιλά για πράγματα άσχετα. Aυτό είναι εντελώς άσχετο. 2. που χαρακτηρίζεται από την πλήρη άγνοια ενός θέματος. ANT σχετικός1γ: Είναι τελείως ~ σε θέματα τέχνης.
άσχετα & (λόγ.) ασχέτως ΕΠIΡΡ ανεξάρτητα: ~ από ηλικία, φύλο ή θρήσκευμα ~ με το τι θα κάνεις εσύ, εγώ θα πάω. [λόγ. < ελνστ. ἄσχετος (στη σημ. 1) (διαφ. το αρχ. ἄσχετος `ακατάσχετος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσχετος1 [ás] ο, (L)
- unknowledgeable or ignorant person (near-syn ανίδεος1):
- δεν είχα διάθεση να συζητάω στη μέση του δρόμου ούτε ν' αντέχω συγκρίσεις και προσβολές από άσχετους (Chakkas)
[substantiv. m of άσχετος2]
- unknowledgeable or ignorant person (near-syn ανίδεος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσχετος2, -η, -ο [ás] (L)
- ① unconnected, unrelated, irrelevant (syn ανεξάρτητος 2, ant σχετικός):
- παράγοντες άσχετοι μεταξύ τους |
- γεγονότα άσχετα προς το κύριο θέμα |
- περιττές και άσχετες κουβέντες |
- προκαλεί .. εύλογες συζητήσεις, άσχετες από τα προσωπικά ελατήρια (Papatsonis) |
- ο αληθινός ηθοποιός μπορεί .. να ντυθεί οποιοδήποτε χαρακτήρα, και τον πιο άσχετον προς την προσωπικότητά του (Melas) |
- είδατε σε κανένα μέρος του κόσμου να σας διακόπτουν όταν μιλάτε, για να πουν κάτι άσχετο; (Louros) |
- κόντεψαν να μείνουν σε σταθμό άσχετο με τον προορισμό (Stratou)
- ⓐ having no relations, cut-off (syn ασχέτιστος 2):
- πόσο ~ |
- αυτός ήτανε ξένος εκεί, αδιάφορος κι ~ (DChatzis)
- ② unacquainted w., unqualified, unknowledgeable, ignorant (syn αδαής 1, ανήξερος2 1, ανίδεος2 1):
- είναι ~ |
- είμαι ολότελα ~ .. προς το ποδόσφαιρο (Panagiotop)
- ③ n in adv function no matter, irrespective, notwithstanding, regardless (syn in άσχετα 2):
- στάθηκαν στενοί σύντροφοι στους νέους ποιητικούς δρόμους, άσχετο αν αυτοί παρέμειναν ελάσσονες (Papatsonis)
[fr kath άσχετος ← PatrG ἄσχετος ← K (also pap), AG]
- ① unconnected, unrelated, irrelevant (syn ανεξάρτητος 2, ant σχετικός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχετοσύνη η [asxetosíni] Ο30α : (προφ.) η ιδιότητα του άσχετου2.
[λόγ. άσχετ(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχετοσύνη [as] η, (L)
- lack of qualification or knowledge, ignorance (near-syn άγνοια 1, αμάθεια):
- πόσοι αξιωματούχοι παραιτήθηκαν, γιατί απέτυχαν από κραυγαλέα ανικανότητα ή ~;
[der of άσχετος2]
- lack of qualification or knowledge, ignorance (near-syn άγνοια 1, αμάθεια):