Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσφαλτος η [ásfaltos] Ο36 : 1.φυσικό στερεό μείγμα που έχει μαύρο χρώμα και που ρευστοποιείται μεταξύ 50Φ και 100Φ C. || υπόλειμμα της απόσταξης του πετρελαίου σε μορφή πίσσας. || η πισσάσφαλτος: H ~, φυσική ή τεχνητή, χρησιμοποιείται για να κατασκευάζουμε / για να στρώνουμε δρόμους. 2. το τμήμα του δρόμου που είναι στρωμένο με άσφαλτο, το ασφαλτοστρωμένο κατάστρωμα του δρόμου: Είχε βρέξει και η ~ γλιστρούσε. || (επέκτ.) ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος: Aφήσαμε την άσφαλτο και πήραμε το χωματόδρομο. H ~ έφτανε ως την είσοδο του χωριού.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄσφαλτος, ἡ (& ὁ)· 2: σημδ. γαλλ. asphalte (στη νέα σημ.) < υστλατ. asphaltus < αρχ. ἄσφαλτος]
- άσφαλτος ο [ásfaltos] Ο20 : (προφ.) η άσφαλτος2.
[< άσφαλτος η μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος (πρβ. αρχ. ἄσφαλτος ὁ)]
- άσφαλτος -η -ο [ásfaltos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) που δεν έχει σφάλει ή που δεν κάνει σφάλματα. || σίγουρος.
άσφαλτα ΕΠIΡΡ. [μσν. άσφαλτος < α- 1 σφαλ- (σφάλλω) -τος]
- άσφαλτος (I), επίθ.
-
- 1) Που δεν κάνει λάθος, αλάνθαστος· σταθερός:
- H ζυγαριά η άσφαλτος (Θυσ. 663)·
- τ’ άσφαλτό σου ζάλο (Θυσ. 943).
- 2) (Προκ. για το θάνατο) βέβαιος, σίγουρος:
- τ’ άχαρο και τ’ άσφαλτο ταξίδι (Φαλιέρ., Pίμ. 41).
[<στερ. α‑ + σφάλλω. H λ. τον 5.-6. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Που δεν κάνει λάθος, αλάνθαστος· σταθερός:
- άσφαλτος (II) η.
-
- Eίδος πίσσας:
- (Iερακοσ. 47129), (Aχέλ. 1776).
[αρχ. ουσ. άσφαλτος. H λ. και σήμ.]
- Eίδος πίσσας:
- άσφαλτος1 [ásfaltos] η, gen ασφάλτου, (L) (also
- D άσφαλτος ο, & άσφαλτο η, gen της άσφαλτος)
- ① asphalt, mineral pitch, bitumen
- ② asphalted pavement, asphalt, tarmac (syn ασφαλτόστρωμα, ασφαλτοτάπητας, ασφάλτωμα 2):
- έρημη, ζεστή, λασπωμένη, λιωμένη, υγρή, ~ |
- έστρωσαν την πλατεία με άσφαλτο |
- η άσφαλτο στους δρόμους μαλάκωσε και βγάζει αχνούς (KPolitis) |
- ένοιωσα τις πατούσες μου να καρφώνονται στον άσφαλτο (Panagiotop) |
- o ~ του δρόμου ήταν φρεσκοπλυμένος (GPhPieridis)
- ⓐ asphalt road (syn ασφαλτόδρομος):
- στον άσφαλτο και τα πεζοδρόμια το χυμένο αίμα σχημάτιζε μεγάλους μαύρους λεκέδες (Theotokas) |
- εσύ δεν είσαι οδηγός· εσύ είσαι ένας δήμιος της ασφάλτου! (Sotirchos) |
- rembetico song έβγα στην άσφαλτο, αμαξά, | και στρίψε πάλι απ' τη γωνιά (IPetrop) |
- poem είναι πολλές οι λουρίδες της ~, που κυλάνε συνοικιακά λεωφορεία (Patrikios) [fr kath η άσφαλτος ← K (also pap) ôσφαλτος ← AG (Alcaeus) [7th-6th c. BC] 124.7, ed. Lobel & Page [1955]
[restoration]; Herodot: 1.179; etc & perh cpd of privat. ἀ- & σφαλτός w. active sense, the product being utilized as mortar; cf δύσφαλτον· δύσμαχον LSJ, Supp cpd of δυσ- & σφαλτός]
- άσφαλτος2, -η, -ο [ásfaltos]
- ① not tottering or shaking, steady, unwavering (syn σταθερός):
- άσφαλτη ισορροπία, περπατησιά
- ② free fr error, faultless, perfect, accurate, exact (syn in αλάθευτος 1):
- άσφαλτη αρμονία, διατύπωση, τεχνική |
- άσφαλτο ρολόι |
- είναι η πιο άσφαλτη απόκριση, που μπορώ να δώσω (Theodorakop) |
- τα εξαρτήματα φθάνουν έτοιμα με άσφαλτη ακρίβεια (Thrylos) |
- η καλή αρχή είναι πάντα το άσφαλτο προοίμιο του καλού τέρματος (Chourmouzios)
- ⓐ making no mistakes, unerring, unfaltering (syn in αλάθευτος 2b):
- ~ |
- ~ μαγνήτης |
- άσφαλτη αυθεντία, διαίσθηση, δικαιοσύνη, μνήμη |
- άσφαλτο γούστο, χέρι |
- με άσφαλτο μάτι οι αρχαίοι το διάλεξαν [το τοπίο], για να συγκεντρώνουνται εδώ (Kazantz) |
- έμοιαζε όπως το γερανό, που φέρνει κατά το νοτιά το κοπάδι .. μ' άσφαλτο ένστιχτο (LAkritas) |
- το αισθητήριό τους της αρμονίας .. είναι άσφαλτο (Thrylos) |
- ο ξωμάχος το ξέρει με πεποίθηση άσφαλτη, πότε θα ποτίσει το χωράφι του (Panagiotop)
- ③ unfailing, foolproof, accurate, sure (syn αλάνθαστος 2b, σίγουρος):
- επαινούσε την άσφαλτη χρήση των φαρμάκων του, τα ευεργετικά αποτελέσματά τους (Karkavitsas) |
- το ύφος είναι το πιο άσφαλτο κριτήριο της στάσης σου (Tsirkas) |
- είναι ένα μοναδικό και άσφαλτο μέσον για ανανέωση και εμπλουτισμό (Chatzinis)
- ⓑ not missing the target, accurate, sure (syn αλάθευτος 2b, L εύστοχος):
- poem .. πέφτουν οι ριξιές τους άσφαλτες, απ' όποιο ας φεύγουν χέρι (Homer Il 17.361 Kaz-Kakr)
[fr postmed, MG άσφαλτος (12th c.), cpd of privat. α- & -σφαλτός (: σφάλλω); cf PatrG (4th c.) ἀσφάλτως 'unerringly']
- ① not tottering or shaking, steady, unwavering (syn σταθερός):
- ασφαλτόστρωμα το [asfaltóstroma] Ο49 : μείγμα από άσφαλτο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται στην ασφαλτόστρωση: Εργοστάσιο παρασκευής ασφαλτοστρώματος. || (επέκτ.) το επίστρωμα από άσφαλτο· η ασφαλτόστρωση: Tο ~ έχει συνήθως πάχος δεκαπέντε χιλιοστά.
[λόγ. η άσφαλτ(ος) -ο- + στρώμα]
- ασφαλτόστρωμα [asfaltóstroma] το, (L)
- asphalted pavement, asphalt, tarmac (syn in άσφαλτος1 2)
[fr kath (neol) ασφαλτόστρωμα, cpd w. στρώμα]
- ασφαλτοστρωμένος, -η, -ο [asfaltostroménos] (L)
- paved w. asphalt, asphalted (syn ασφαλτόστρωτος, ασφαλτωμένος):
- ~ |
- ασφαλτοστρωμένη λεωφόρος, πλατεία |
- στο ανεμοδαρμένο βόρειο αυτό τμήμα της Nάξου δεν υπάρχει ασφαλτοστρωμένη δημοσιά (Floros)
[ppp of ασφαλτοστρώνω]
- paved w. asphalt, asphalted (syn ασφαλτόστρωτος, ασφαλτωμένος):