Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσφαλτα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άσφαλτα, επίρρ.
  • Mε βεβαιότητα, σίγουρα:
    • (Eρωτόκρ. Δ´ 1476).

[<επίθ. άσφαλτος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσφαλτα [ásfalta] adv
  • ① without deviating, unerringly, steadily, surely (syn σταθερά):
    • το πρώτο αλαφρομήνυμα της αρρώστιας, που τον έφερνε τον I. αγάλια αγάλια, .. όμως ~ |
    • οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και ~ με τον αφρό του κυμάτου (Karkavitsas)
  • ⓐ without fail, without exception, unfailingly, invariably, surely (syn σίγουρα):
    • μια κοπέλα, που θα πιει νερό από τούτα τα πηγάδια, θα παντρευτεί ~ |
    • υπερίσχυσε το ένστικτο του στενού εγωισμού, που .. οδηγεί ~ σε συμφορές (Thrylos) |
    • σε ξόδια Pωμιών θαν' έβλεπες ~ και λιγοστούς Tούρκους να ακολουθούν (EAlexiou) |
    • poem κάτεχε αυτός πως φέρνουν ~
  • ② unerringly, faultlessly, accurately (syn αλάνθαστα, syn phr με ακρίβεια):
    • δουλεύει, καταλαβαίνει, χτυπάει ~ |
    • ένοιωθα πόσο ~ η αγάπη κι η κατανόηση της επίγειας ζωής έχουν οδηγήσει το χέρι του αρχιτέχτονα (Kazantz) |
    • η σειρά με την οποία τοποθετούνται τα επιχειρήματα [είναι] ~ ζυγισμένη (Thrylos) |
    • βρίσκουν ~ το σημάδι τους (Zappas) |
    • ανοίγει ~ το δρόμο, που αποφάσισε να πάρει (Petsalis)
  • ⓑ w. certainty or assurance (syn phr στα σίγουρα):
    • [δεν] μπορείς από τα δεδομένα να μαντέψεις ~ |
    • προβλέπουν .. ~ την τρικυμία (Zappas) |
    • νοιώσαμε ~ .. το λεπίδι να κατεβαίνει στο κεφάλι της (Theotokas) |
    • χωρίς την ουσιώδη αυτή διάκριση είναι αδύνατο να εξηγήσουμε ~ ένα κύριο στοιχείο της νεώτερης ποίησης (Spandonidis, adapted)
  • ③ quite probably, most likely, (almost) certainly, no doubt (syn in ασφαλώς 3):
    • όλος ο κόσμος εσυμπέρανε ότι ο X. ~ |
    • poem και τα παιδιά, που λείπουνε, ως αύριο θα φτάσουν, | θα τα 'κλεισε ~

[fr postmed άσφαλτα, der of άσφαλτος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες