Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσφαιρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσφαιρος -η -ο [ásferos] Ε5 : που δεν έχει σφαίρα, βλήμα. ANT ένσφαιρος: Άσφαιρα φυσίγγια. || που γίνεται με άσφαιρα φυσίγγια: Άσφαιρη βολή. Στρατιωτικές ασκήσεις με άσφαιρα πυρά.

[λόγ. α- 1 σφαίρ(α) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσφαιρος, -η, -ο [ásferos] (L)
  • ① not involving live ammunition, using blanks:
    • ~ |
    • άσφαιρη βολή, γόμωση |
    • άσφαιρο φυσίγγιο (syn άσφαιρο) |
    • πυροβόλησε με άσφαιρα πυρά κοντά στη βασίλισσα |
    • αρχίζουν να οδεύουν προς αυτούς ρίχνοντας κάθε τόσο άσφαιρες τουφεκιές (Ouranis) |
    • μονομαχούν με άσφαιρα πιστόλια (Papanoutsos) |
    • πρόσταξε να ρίξουν μια άσφαιρη κανονιά από το Πετροπαβλόφσκ (Panagiotop)
  • ② fig lacking punch, ineffective, harmless, innocuous:
    • ~ |
    • άσφαιρο θεατρικό ντοκουμέντο |
    • βάλλει με άσφαιρα πυρά εναντίον της επισπεύσεως της συμφωνίας

[fr kath (neol: Koumanoudis) άσφαιρος, cpd w. σφαίρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες