Παράλληλη αναζήτηση
52 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άστυ το [ásti] Ο γεν. άστεως, πληθ. άστη, γεν. άστεων : (λόγ.) η πόλη. || (έκφρ.) κλεινόν ~, η Aθήνα.
[λόγ. < αρχ. ἄστυ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστυ [ásti] το, gen άστεως, gen pl άστεων, (L)
- ① city (syn πόλη, πολιτεία):
- είχαν ζήσει την ορμητική ζωή της μικρής πολιτείας, .. τη διχόνοια μέσα στο ~ |
- ο Mαλακάσης κατέβασε τον άνθρωπο απ' το βουνό στο ~ (Valetas, adapted) |
- ο ελληνικός πολιτισμός γεννήθηκε .. από την πρωτοβουλία των ατόμων και των άστεων (Evelpidis) |
- τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια του άστεως (IPetrop)
- ② specif, sp. also Άστυ, Athens (syn Aθήνα):
- ανανέωσαν την ομορφιά και τη φήμη του κλεινού άστεως της Παλλάδος (Skouzes) |
- ο Aλκιβιάδης, νέος ακόμα, ζήτησε να διευθύνει το ~ |
- έγινε στο ~ λοιμός, εκείνος που πήρε τον Περικλή (ChZalokostas) |
- poem .. ρόδα του αττικού άστεως | σ' εξαίσια κύματα εαρινά | θα λαφρώσουν τον ύπνο σου κλ (NPappas)
[fr kath άστυ ← K (also pap), AG ἄστυ]
- ① city (syn πόλη, πολιτεία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυβίωση [astivíosi] η, (L)
- urban life, city living:
- η ~
[fr kath (neol) αστυβίωσις, cpd w. βίωσις; cf επιβίωσις (Koumanoudis), συμβίωσις (Polyb.+) etc]
- urban life, city living:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυιατρικός s. αστιατρικός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυίατρος s. αστίατρος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυκλινική [astiklinicí] η, (L) obsol (now defunct)
- clinic for the poor attached to the University of Athens Medical School
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστυκλινική (since 1856), cpd w. κλινική]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυκτηνιατρικός -ή -ό [astiktiniatrikós] Ε1 : που αναφέρεται στον αστυκτηνίατρο: ~ έλεγχος. Aστυκτηνιατρική υπηρεσία, υπηρεσία που ασχολείται με τον έλεγχο της ποιότητας των τροφίμων ζωικής προέλευσης.
[λόγ. αστυκτηνίατρ(ος) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυκτηνιατρικός, -ή, -ό [astiktiniatrikós] (L)
- of or pertaining to municipal veterinary inspectors:
- ~ |
- οι αστυκτηνιατρικές αρχές των Aθηνών |
- η αστυκτηνιατρική υπηρεσία, που λειτουργεί στα σφαγεία, μας φυλάει από άρρωστα, .. ή γέρικα ζώα (Saratsis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστυκτηνιατρικός, der of αστυκτηνίατρος]
- of or pertaining to municipal veterinary inspectors:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυκτηνίατρος ο [astiktiníatros] Ο19 : κτηνίατρος που υπηρετεί στην αστυκτηνιατρική υπηρεσία.
[λόγ. άστυ + κτηνίατρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυκτηνίατρος [astiktiníatros] ο, (L)
- municipal veterinary inspector, city veterinarian
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστυκτηνίατρος, cpd w. κτηνίατρος]