Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστρωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άστρωτος -η -ο [ástrotos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν στρώσει, που δεν είναι στρωμένος. α. που δεν τον έχουν απλώσει ως κάλυμμα πάνω σε μια επιφάνεια: Άστρωτο χαλί / τραπεζομάντιλο. || Άστρωτα πλακάκια, που δεν τα έχουν επιστρώσει. β. που δε σκέπασαν την επιφάνειά του με κτ.: Άστρωτο κρεβάτι, ξέστρωτο. Άστρωτο τραπέζι, χωρίς τραπεζομάντιλο ή τα απαραίτητα πιάτα και μαχαιροπίρουνα, που δεν είναι έτοιμο για το γεύμα. Άστρωτο δωμάτιο / σπίτι, συνήθ. όταν δεν έχουν στρωθεί τα χαλιά. ~ δρόμος, που δεν είναι στρωμένος με άσφαλτο, άμμο ή χαλίκι. 2. που δεν έχει στρώσειII3, του οποίου η λειτουργία δεν έφτασε σε ομαλή ή επιθυμητή κατάσταση: Άστρωτη μηχανή. άστρωτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[αρχ. ἄστρωτος `χωρίς στρωσίδια΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άστρωτος, -η, -ο [ástrotos]
  • ① not spread or laid out (ant απλωμένος 1, στρωμένος):
    • ~ |
    • άστρωτη κουβέρτα |
    • άστρωτο χαλί
  • ⓐ not covered (w. paint, plaster etc), unfinished, bare:
    • ~ |
    • ήταν επιφάνεια εκτεθειμένη στα νερά της βροχής και στα μικρά ρυάκια, που σχηματίζονται σε άστρωτες επιφάνειες (Bakalakis)
  • ⓑ unpaved (ant στρωμένος):
    • ~ |
    • άστρωτο πάτωμα, υπόγειο |
    • η άστρωτη Aθήνα .. είχε τόσο πολλή [σκόνη], που το καλοκαίρι έμοιαζε Σαχάρα (Xenop) |
    • η δημοσιά είναι γεμάτη χαλίκι, σκόνη, άστρωτη (Floros)
  • ⓒ unaccumulated (ant στρωμένος):
    • άστρωτο χιόνι
  • ② not set (in order) or arranged, disordered (syn ακατάστατος, ασυγύριστος 1, ατακτοποίητος):
    • άστρωτο δωμάτιο, σπίτι
  • ⓓ unprepared, unmade, unlaid (ant στρωμένος):
    • άστρωτο κρεβάτι (ant στρωμένο κρεβάτι) |
    • άστρωτο τραπέζι (ant στρωμένο τραπέζι) |
    • σ' ένα τραπέζι άστρωτο τραγουδούσαν κάτι παιδιά εργατικά (Christomanos)
  • ⓔ not arranged or put away, disordered:
    • γύρω της τα κατσαρόλια στοιβάζονταν, .. τα ρούχα άστρωτα, τα φορέματα ασιδέρωτα κλ (Koumantareas)
  • ③ unbroken, untamed, untrained (syn αδάμαστος 1, near-syn ατίθασος2 1):
    • άστρωτο άλογο |
    • poem .. δένει μπρος στη σύναξη γομάρικο μουλάρι, | εξάχρονο, άστρωτο, που ζόρικο πολύ 'ναι να το στρώσεις (Homer Il 23.655 Kaz-Kakr)
  • ⓕ not having settled into the job, untrained, unseasoned (ant στρωμένος):
    • ~
  • ⓖ unruly, undisciplined, naughty (syn άτακτος2 4):
    • άστρωτο παιδί
  • ④ not yet running smoothly, not yet established, not operating efficiently (ant στρωμένος):
    • άστρωτη δουλειά (ant στρωμένη δουλειά) |
    • η επιχείρησή του είναι ακόμα άστρωτη

[fr postmed (Somavera), MG (Souda) άστρωτος ← K, AG ἄστρωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες