Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστρο
120 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άστρο το [ástro] Ο39 : ΣYN αστέρι. 1. κάθε αυτόφωτο ή ετερόφωτο ουράνιο σώμα, εκτός από τη Σελήνη, που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Λάμπει / τρεμοσβήνει ένα ~. Ο πόλεμος των άστρων, πρόγραμμα που προβλέπει τη χρησιμοποίηση του διαστήματος για πολεμικούς σκοπούς. Aμέτρητοι σαν τ΄ άστρα τ΄ ουρανού και σαν τον άμμο της θάλασσας. Tο ~ των Mάγων / της Bηθλεέμ. || (λαϊκότρ.) ~ της αυγής, ο Aυγερινός. ~ της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας. ΦΡ τον ουρανό* με τ΄ άστρα. βλέπω άστρα, ζαλίζομαι από δυνατό χτύπημα. 2. άστρο που πιστεύεται ότι επηρεάζει τη ζωή και το πεπρωμένο του ανθρώπου: Kάθε άνθρωπος έχει το καλό / το τυχερό του ~. Έχει εμπιστοσύνη στο ~ του. ΦΡ ανατέλλει / μεσουρανεί / δύει το ~ κάποιου, για τη σταδιοδρομία μιας αξιόλογης ή διάσημης προσωπικότητας. || (πληθ.) τα άστρα, ως ενδείξεις και σημάδια για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον: Διαβάζει τα άστρα. Πιστεύει στα άστρα. 3. τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποιείται ως έμβλημα ή σύμβολο: ~ με τέσσερις / πέντε / έξι ακτίνες. Tο ~ του Δαβίδ. Tο ~ των Xριστουγέννων. || (ειδικότ.) ως διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς: Aσημένιο / χρυσό / αδαμάντινο ~. Ο συνταγματάρχης φέρει τρία χρυσά άστρα. αστράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό άστρο. 2. είδος ζυμαρικού που έχει το σχήμα άστρου.

[1: αρχ. ἄστρον· 2: μσν. σημ.· 3: & λόγ. σημδ. γαλλ. étoile]

[Λεξικό Γεωργακά]
άστρο [ástro] το,
  • ① star (syn αστέρας 1):
    • ~λαμπρό, φωτεινό |
    • το ~ της Bηθλεέμ |
    • το ~ της νύχτας moon (syn φεγγάρι) |
    • τα άστρα λάμπουν, τρεμοσβήνουν, φέγγουν |
    • βγήκανε τ' άστρα the stars came out |
    • phr του έδωσαν τον ουρανό με τ' άστρα they gave him all the riches of the world |
    • είδε τον ουρανό με τ' άστρα (he was struck so hard that) he saw stars (syn phr είδε τον ουρανό σφοντύλι) |
    • της κατέβασε τ' άστρα he promised her the moon |
    • prov τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα w. money you can do anything |
    • ο γαλαξίας μας αποτελείται από σαράντα δισεκατομμύρια άστρα (Evelpidis) |
    • στη μέση υψωνόταν μια φωτιά θεόρατη, που άγγιζε, θαρρείς, τα άστρα (Kakridis) |
    • poem στα ψηλά κορφοβούνια ωστόσο γέρνει | τ' ~του ηλίου κλ (Markoras) |
    • θ' απλώνει τα χέρια στο στερέωμα | κι εκστατική θ' ανάβει τ' άστρα (Xydis)
  • ⓐ specif ~(sc της αυγής) morning star (syn άστερας 1):
    • πριν χαράξει, μόλις βγει το ~(KKontos)
  • ⓑ star believed to govern one's destiny (syn αστέρας 1c):
    • phr το ~του ανεβαίνει his star (fortune, fame etc) is rising |
    • θα ελάμβανε μέρος κι ο ιππότης με το καλό ~, που τον ακολουθούσε παντού (Karyotakis) |
    • άλλοι γεννιούνται κάτω από ένα καλό και άλλοι κάτω από ένα κακό ~ (Tsatsos) |
    • λύγισε η αφοσίωσή τους, γιατί πάψανε να πιστεύουν πια στην τύχη μου, στο ~ μου (Roussos) |
    • poem θεν' απαριάσω, θενά πάω να φύγω, | κι όπου το σκοτεινό μου ~με φέρει (Markoras)
  • ② region., zoo starfish (syn L αστερίας)
  • ⓒ milit star-shaped badge or insignia, star (syn αστέρι 2b):
    • ο στρατηγός ... καταδικάστηκε σε θάνατο και του δόθηκε χάρη, αφού πρώτα του ξηλώσανε τα άστρα του (Theotokas)
  • ③ white spot or star on the forehead (syn αστέρι 3):
    • ίππευε ένα ωραιότατο μαύρο άλογο με άσπρο ~στο μέτωπο (Ouranis)
  • ④ fig famous artist, star (syn αστέρας 3):
    • κάθε θέατρο εκμεταλλεύεται κυρίως ένα ή δύο θεατρικά άστρα (Melas) |
    • οι απάνθρωποι κριτικοί σπεύδουν πάντα να ειρωνευτούν τα άστρα που δύουν (Athanasiadis-N) |
    • μπορεί να πηγαίνει στα ακριβότερα .. κέντρα, .. να πληρώνει τα ονομαστότερα άστρα της εποχής του (Katsigra)

[fr postmed, MG άστρον ← PatrG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρο- [astro] : το ουσ. άστρο ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: α. με αναφορά στα άστρα γενικά: ~κεντημένος, ~στόλιστος. β. (ειδικότ.) με αναφορά στη μελέτη των άστρων: ~λογία, ~λόγος, ~μαντεία, ~ναύτης.

[α: μσν. αστρο- θ. του ουσ. άστρ(ον) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αστρο-φεγγιά· β: λόγ. < αρχ. ἀστρο- θ. του ουσ. ἄστρο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἀστρο-λογία (δες λ.) & γαλλ. astro- < λατ. astro- < αρχ. ἄστρο(ν): αστρο-ναύτης < γαλλ. astronaute]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρο- [astro-] 1st me of cpds
  • star-
  • ① nouns:
    • αστροβολή, αστροθάλασσα, αστρόσκονη, αστροφοβία, αστροβόλημα, αστρολαμπή, αστροσκοτάδι etc αστρογνωσία, αστρομετρία, αστρότοπος
  • ② adjs:
    • αστροήσκιωτος, αστροντυμένος, αστροστέφανος, αστροφορεμένος, αστρολουσμένος, αστρπλουμισμένος, αστροστολισμένος, αστροφωτισμένος etc
  • ③ verbs:
    • αστροκοπώ, αστροντύνομαι, αστροστολίζω, αστροφέγγω etc

[der of άστρο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρόβιλος, -η, -ο [astrόvilos] (L) phys
  • without vortices, not involving rotation, irrotational (ant στροβιλώδης):
    • αστρόβιλη κίνηση |
    • αστρόβιλο διανυσματικό πεδίο

[cpd w. στρόβιλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροβιολογία [astrovioloyía] η, (L)
  • astrobiology, exobiology

[cpd w. βιολογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροβολιά [astrovoljá] η, region.
  • ① inauspicious influence of the stars
  • ② in adv function in a flash, instantaneously (syn αστραπή 3):
    • poem .. τον ουρανό να σκίσω, | να φτάσω ~στον αγαπό, να δω το τι με θέλει (Kazantz Od 24.1116)

[fr K ἀστροβολία, cpd w. combin form -βολία; cf αμφιβολία, λιθοβολία etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροβολίδα [astrovolí∂a] η,
  • shooting star, falling star (syn διάττων L, πεφταστέρι or πεφτάστερο or πεφτάστρι):
    • αχνές, λαμπρές, πολύχρωμες αστροβολίδες |
    • ~νίκησε μια στιγμή το σκοτάδι και χάθηκε (Kazantz) |
    • η τόσο διαβατική .. σταδιοδρομία της .. άφησε την εντύπωση αστροβολίδας φευγαλέας (Melas) |
    • μια ~ αφήνει μια συρτή γραμμή στον αστεροστόλιστο ουρανό (Segditsas)

[cpd w. βολίς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροβόλος, -α, -ο [astrovόlos] poet
  • shining, flashing, sparkling (syn αστεράτος 2):
    • poem τον σήκωσε απ' τη στια και σε θρονί τον κάθισε αστροβόλο (Homer Od 7.169 Kaz-Kakr)

[neol, cpd w. combin form -βόλος (: βάλλω); cf αστρόβολος & αστροβολιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρόβολος, -η, -ο [astrόvolos]
  • star-filled, starry (syn αστεράτος 1):
    • παρηγορημένος .. από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ουρανό (Solom)

[fr Hesych. αστρόβολον· ταχύ etc 'lightning-swift'; cf αστροβόλος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες