Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άστοχος -η -ο [ástoxos] Ε5 : 1.για βολή που δεν πέτυχε το στόχο της, ανεπιτυχής. 2. (μτφ.) για ενέργεια ή για κίνηση λανθασμένη, που δεν πετυχαίνει το στόχο της, γιατί γίνεται συνήθ. χωρίς περίσκεψη: Άστοχη πράξη / ενέργεια. Άστοχο διάβημα. Άστοχα λόγια.
άστοχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄστοχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστοχος, -η, -ο [ástoxos]
- ① missing the target, erring, wide of the mark, missed (syn αστοχημένος 1, ant εύστοχος):
- ~πυροβολισμός |
- ο χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα αεροπορικός βομβαρδισμός κι η άστοχη βολή του εχθρικού πυροβολικού αναφτερώσανε το ηθικό των ανδρών μας (TAthanasiadis) |
- άστοχη σφαίρα δε θα φύγει από το τουφέκι μου ποτέ (Golfis)
- ② infelicitous, inappropriate, unsuitable, unfortunate (near-syn ακατάλληλος, ant εύστοχος):
- ~λόγος, χαρακτηρισμός |
- άστοχη έκφραση, κριτική, παρατήρηση, παρωδία |
- ~ τεχνικός όρος |
- παρέβαλαν [τη σινική ζωγραφική] με τη βυζαντινή ζωγραφική· και ο παραλληλισμός δεν είναι ~ (Panagiotop) |
- το ότι ο Κάλβος δεν νικήθηκε από την άστοχη γλώσσα του, τούτο είναι η τρανότερη απόδειξη της μεγάλης του δύναμης (Tsatsos) |
- το θέμα του .. είναι ολότελα άστοχο και δεν του επιτρέπει να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του (Sachinis) |
- αυτή η φράση πάνω στην επιγραφή είναι άστοχη (Stasinop)
- ⓐ inexact, imprecise, inaccurate (syn ανακριβής, near-syn λανθασμένος):
- άστοχη απάντηση, γνώση, μετάφραση |
- δεν γνωρίζω, όταν οι ιδέες μου είναι συγκεχυμένες και άστοχες, ατελείς (Papanoutsos)
- ⓑ unfortunate, misguided, regrettable, wrong (near-syn εσφαλμένος, λανθασμένος):
- άστοχη έμπνευση |
- κατάλαβε τα αισθήματα, που είχε προκαλέσει η άστοχη ενέργειά του (Roussos) |
- αγανάκτηση για την έλλειψη κάθε σοβαρότητος εκείνων που αναλαμβάνουν τέτοιες άστοχες βυθομετρικές πρωτοβουλίες (Psathas) |
- ο πατέρας, .. από άστοχη καλή προαίρεση, δεν κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό στο γιο του (Tachtsis)
- ③ unsuccessful, ineffectual, fruitless (syn αποτυχημένος2, αστοχημένος 2, near-syn άκαρπος 3, ανωφέλευτος b):
- ~τυχοδιωκτισμός, χειρισμός |
- άστοχη δοκιμή, προσπάθεια |
- η ακαδημαϊκή νεότητα .., ύστερα από μερικά άστοχα ψηλαφίσματα, .. άρχισε να βρίσκει το δρόμο της (Theodorakop) |
- με ξερή και άστοχη διδασκαλία μαθαίναμε συμβατικά και ανόρεχτα (Papatsonis) |
- άστοχοι στάθηκαν και μερικοί από κείνους, που είχαν σταλεί να τον βοηθήσουν (ChZalokostas) |
- βεβαιώνεται ότι οι μονολιθικές λύσεις είναι οι αστοχότερες (Papanoutsos)
- ⓒ aimless, purposeless, pointless (syn άσκοπος):
- άστοχη περιέργεια |
- philol & folks. άστοχα ερωτήματα purposeless questions |
- άστοχη και αδύνατη είναι η τελολογική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων (Papanoutsos) |
- δεν θα είναι άστοχο πράγμα να περιγράψω με συντομία το τι είδα (Papatsonis)
- ④ unthinking, thoughtless, unreflecting (syn άσκεφτος 1, αστόχαστος2 1):
- prov ~ο νους, διπλός ο κόπος w. an inattentive mind, you double your labors |
- [ήταν] ήρεμος άντρας, δίχως ξεσπάσματα και άστοχες κουβέντες (Foteinos)
[fr K (Polyb etc), AG (Plato+) ἄστοχος, cpd w. στόχος (Aeshyl. +)]
- ① missing the target, erring, wide of the mark, missed (syn αστοχημένος 1, ant εύστοχος):