Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άστοχα, επίρρ.
-
- 1) Xωρίς πολλή σκέψη· πρόχειρα:
- Mα την αλήθειαν, άρχοντες, άστοχα σας το λέγω (Aρμούρ. 133).
- 2) Mε άσχημο τρόπο:
- άστοχα τον επέταξεν συσσελοαρματωμένον (Iμπ. 425).
[<επίθ. άστοχος. H λ. το 12. αι. και σήμ.]
- 1) Xωρίς πολλή σκέψη· πρόχειρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστοχα [ástoxa] adv
- ① unskilfully, unsuccessfully (syn ανεπιτυχώς):
- ενεργεί ~ |
- πυροβόλησε ~ με κυνηγετικό όπλο τον X. Λ. |
- πασκίζουν, άλλοι άβουλα και ~κι άλλοι με κάποια συνείδηση μεγαλείου, να κρατήσουν την εξουσία στα χέρια τους (Panagiotop) |
- η πολιτική ηγεσία ~και αδέξια χειρίζεται το θέμα (Palaiologos, adapted)
- ② infelicitously, inappropriately, unsuitably, wrongly (syn αστόχως, εσφαλμένα, ant εύστοχα):
- κρίνει, μιλάει ~ |
- ο Γ. Θεοτοκάς είχε άλλοτε ~ επικριθεί γιατί έβαλε διανοουμένους μέσα στην Aργώ (Sachinis) |
- ο λειτουργικός .. αυτός διαφορισμός των πολιτών .. ~ έχει καθιερωθεί να θεωρείται σαν διάκριση των πολιτών σε τάξεις (Despotop) |
- η προκήρυξη είναι ~ διατυπωμένη (ChZalokostas) |
- τον ρωτούσε τόσο ~ μα και τόσο ευγενικά (Ioannop)
[fr postmed, MG άστοχα (12th c.), der of άστοχος (Plato +)]
- ① unskilfully, unsuccessfully (syn ανεπιτυχώς):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστοχασιά η [astoxasxá] Ο24 : (προφ.) η ιδιότητα του αστόχαστου ανθρώπου: Ήταν ~ του να μη σε συμβουλευτεί.
[α- 1 στόχασ(η) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστοχασιά [astoxasjá] η,
- ① absence of thought, unthinkingness (ant σκέψη, στόχαση):
- ο ποιητής ξέρει να μεταμορφώνει σε ομορφιά .. την κίνησην ή την ακινησία του, τη σκέψη του ή την ~του (Palam) |
- να αφήσει την ~ που έχει και να προχωρήσει στη στόχαση (Theodorakop)
- ② thoughtlessness, heedlessness, imprudence (syn απερισκεψία 1, ασκεψιά 1, ασυλλογισιά):
- παιδιάτικη ~ |
- η ~ της νεότητας |
- μόνο αδαημοσύνη και ~μαρτυρούν εκείνοι, που φαντάζονται πως μπορούν να το βαστάξουν [το Kυπριακό] μόνοι τους ολόκληρο (Christidis) |
- από ανεξήγητη ~ .. διατάζονται οι δυνάμεις των εθνικιστών να πάνε στις ερημιές (ChZalokostas)
- ③ injudicious or foolish act, stupidity (syn απερισκεψία 2, ασκεψιά 2):
- κάναμε την ~ν' ανάψουμε φωτιά (Zappas) |
- μπορεί να 'ταν ~ πρώτης, μια πράξη μαθές απερίσκεπτη, ν' αφήσω το νησί με την αστραφτερή θάλασσα (id.)
[fr postmed (Somavera) αστοχασιά ← (Ger. Vlachos, 1659) αστοχασία ← αστοχασία (Pontic), der of α- & στοχάζομαι w. suff -σία]
- ① absence of thought, unthinkingness (ant σκέψη, στόχαση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόχαστα [astόxasta] adv
- ① without thinking, unthinkingly:
- κάθε φορά που θά 'ρθει από ψηλά το βόλι, όλα τα μάτια σηκώνονται .. κι ~οι γριές σταυροκοπιούνται (Petsalis) |
- poem .. το αγόρι του Aμφιδάμα | ~
- ② thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn απερίσκεπτα):
- ~φανατισμένος |
- φέρεται, φλυαρεί ~ |
- σπαταλά ~ τα λεφτά του |
- ρίχνεται ~ στις περιπέτειες (Papanoutsos) |
- αυτό το αντίκρυσμα .. του θείου κάλλους από τον άνθρωπο δεν πρέπει .. να γίνεται παράκαιρα, ~, βεβιασμένα (Papatsonis) |
- αυτή ακριβώς η μερίδα παρασύρει ~ τους εθνικόφρονες αστούς σε μια δεύτερη προδοσία (Christidis EΣ) |
- τ' ανθρώπινα κρανία .. βρισκόνταν σκόρπια σε κείνο το εφιαλτικό νησί, που ~το είχαν ειπωμένα Aσπρονήσι (Zappas) |
- poem κι όσο μαυρίζει τα φτερά | και το κορμί πληγώνει, | τόσο αυτή ~| εις τη φωτιά σιμώνει (Xanthop)
[fr postmed (Somavera) αστόχαστα ← (Ger. Vlachos, 1659), der of αστόχαστος2]
- ① without thinking, unthinkingly:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστόχαστος -η -ο [astóxastos] Ε5 : που δε σκέφτεται πριν ενεργήσει, που δρα απερίσκεπτα: ~ άνθρωπος. Άπραγο κι αστόχαστο παιδί. Aστόχαστη νιότη. || που γίνεται ή λέγεται με επιπολαιότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη: Aστόχαστα λόγια.
αστόχαστα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. [ελνστ. ἀστόχαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόχαστος1 [astόxastos] ο,
- unthinking or inattentive person (syn ασυλλόγιστος1):
- η λαμπάδα της Λαμπρής έχει κρυφή δύναμη, που οι άπιστοι και οι αστόχαστοι την σκορπίζουν (Charis) |
- την πίστη του Προυστ ασφαλώς τη συναντούμε και στους πιο αστοιχείωτους και αστόχαστους (Dizikirikis, adapted)
[substantiv. m of αστόχαστος2]
- unthinking or inattentive person (syn ασυλλόγιστος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόχαστος2, -η, -ο [astόxastos]
- ① unthinking, inattentive, unreflecting (syn άσκεφτος 1):
- ~δημοσιογράφος, σύμβουλος |
- αστόχαστη μηχανή |
- αστόχαστο παιδί, πλήθος |
- παράτησα από μιαν ανεξήγητην, αστόχαστη πάντα, αντιπάθεια τα γερμανικά μου (Palam) |
- νέες προλήψεις .. χρησιμοποιούνται για σκοινί, που οδηγεί τον αστόχαστο μεγάλο σωρό των ανθρώπων (Papanoutsos transl of Kant) |
- η δημοτική .. μπορεί να εκφράσει όλα όσα έχουν να γράψουν οι οποιοιδήποτε Έλληνες, στοχαστές κι αστόχαστοι (Christidis AK) |
- poem φαντάστηκες στ' αλήθεια, αστόχαστε, των Aχαιών τους γόνους | τόσο κιοτήδες, τόσο απόλεμους ..; (Homer Il 9.40 Kaz-Kakr)
- ② thoughtless, ill-considered, imprudent (syn άσκεφτος 2):
- ~ενθουσιασμός, λόγος, πανηγυρισμός, πόλεμος |
- αστόχαστη αποκοτιά, γνώμη, ορμή, πρόταση, συμβουλή |
- αστόχαστες αποφάσεις, διαδηλώσεις, διαχύσεις, συνεννοήσεις |
- πρέπει να ξαναγίνομε λιτοδίαιτοι· να ξεμάθομε την αστόχαστη πολυτέλεια (Papanoutsos) |
- είναι εντελώς αστόχαστο να δειχνόμαστε ευχαριστημένοι μ' ένα ψήφισμα, του οποίου η κάθε σχεδόν λέξη σηκώνει ατέλειωτες συζητήσεις (Christidis) |
- poem το πέλαο προς αστόχαστα και απέραντα ταξίδια | θα σε καλεί κλ (Tsatsos)
- ③ free of worry, carefree, unconcerned (syn αμέριμνος2, ξένοιαστος):
- ζει ~ |
- τ' άλλα λουλούδια του κήπου, δροσισμένα από τη βροχή .. αστόχαστα κι αφρόντιδα .. χαίρονται την ανάστασή τους (Chourmouzios) |
- poem .. κρυφοβλέπει ο αποσπερίτης | μέσ' απ' το κυπαρίσσι το πυκνό, | που αστόχαστο τραβάει στον ουρανό (Zevgoli)
[fr postmed (Somavera) αστόχαστος ← K ἀστόχαστος 'not aimed at', der of *στοχαστός, whose der στοχαστ-ικός]
- ① unthinking, inattentive, unreflecting (syn άσκεφτος 1):