Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άστοργος, επίθ.
-
- Που δεν αισθάνεται στοργή, σκληρόκαρδος:
- (Διγ. Z 556).
[αρχ. επίθ. άστοργος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν αισθάνεται στοργή, σκληρόκαρδος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άστοργος -η -ο [ástorγos] Ε5 : που δεν αισθάνεται στοργή, που χαρακτηρίζεται από αστοργία: Άστοργη μητέρα. ~ πατέρας. Άστοργη σύζυγος.
άστοργα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄστοργος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστοργος, -η, -ο [ástorγos] (L)
- unaffectionate, unloving (syn αφιλόστοργος, near-syn άπονος, ant στοργικός):
- ~πατέρας |
- άστοργοι συγγενείς |
- άστοργη ζωή, μοίρα, φύση |
- άστοργο έδαφος |
- γιατί είναι [η πατρίδα] τόσο άστοργη, να μην πληρώνει τους δασκάλους όσο πρέπει; (Papanoutsos) |
- τα θέατρα δήθεν δείχνονται άστοργα για την ελληνική παραγωγή (Thrylos) |
- δεν δίνουν μια πεντάρα .. για την άστοργη μεταχείριση των λαϊκών τάξεων από τους ισχυρούς (Kolyva)
[fr kath άστοργος ← MG ← K, AG, cpd w. στοργή]
- unaffectionate, unloving (syn αφιλόστοργος, near-syn άπονος, ant στοργικός):