Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άστατος, επίθ.
-
- 1) Aσταθής, ευμετάβλητος, αβέβαιος:
- βίος … άστατος (Γλυκά, Στ. 376).
- 2) Που δεν παύει να κινείται· αεικίνητος:
- Άστατος ένι (ενν. ο κόσμος), πίστευσον, επί πολλούς γυρίζει (Aλφ. 149).
- Tο ουδ. ως ουσ. = αστάθεια, αβεβαιότητα:
- της μοίρας μου το άστατον (Λίβ. N 2211).
[αρχ. επίθ. άστατος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aσταθής, ευμετάβλητος, αβέβαιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άστατος -η -ο [ástatos] Ε5 : ANT σταθερός. 1. για κπ. που πολύ εύκολα και επιπόλαια αλλάζει γνώμες και συναισθήματα: Είναι πολύ άστατη στον έρωτα. Έχει άστατο χαρακτήρα, ευμετάβολο. 2. για κτ. που παρουσιάζει συχνές μεταβολές: Σύμφωνα με την ανακοίνωση της μετεωρολογικής υπηρεσίας ο καιρός θα είναι ~, ευμετάβλητος. Θα επικρατήσουν άστατες καιρικές συνθήκες.
άστατα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἄστατος, αρχ. σημ.: `σε συνεχή κίνηση΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστατος1 [ástatos] ο,
- unstable, volatile, or fickle person:
- συχνά απορούσε· αυτός ο ~είχε γίνει τόσο σταθερός; (Xenop)
[substantiv. m of άστατος2]
- unstable, volatile, or fickle person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστατος2, -η, -ο [ástatos]
- inconstant, unsteady, changeable, volatile, fickle (syn ασταθής 2):
- ~άνεμος, έρωτας, καιρός, χαρακτήρας |
- άστατη κοπέλα |
- άστατη ψυχή |
- άστατη ανάσα, γνώμη, περιέργεια, τύχη |
- άστατο βλέμμα, φως |
- άστατο κοινό |
- ~ ιδεολογικά, πολιτικά |
- άστατη πολιτική κατάσταση |
- άστατη και επιπόλαιη ζωή |
- ακαθόριστα και άστατα σύνορα |
- άστατη άμμος shifting sand |
- folkt ο Mάρτης είναι ~και τη μια στιγμή κλαίει κι έχει βροχή και την άλλη γελάει και κάνει ήλιο |
- το δρομολόγιο αυτό είναι άστατο, .. γιατί εξαρτάται από παράγοντες αστάθμητους (Theotokas) |
- η αγάπη των θεών είναι πιο άστατη απ' την αγάπη των ανθρώπων (Karagatsis) |
- τίποτε πιο άστατο από την εύνοια των βεζίρηδων και των σουλτάνων (Panagiotop) |
- τα βήματά μου στο πεζοδρόμιο είναι άστατα (ADoxas) |
- rembetiko song η ματιά σου, η άστατη καρδιά σου | μου 'χουν πάρει το δόλιο μου μυαλό (IPetrop)
[fr postmed, MG άστατος ← PatrG ← K (also pap), AG]
- inconstant, unsteady, changeable, volatile, fickle (syn ασταθής 2):