Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσσο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άσσο το.
  • (Προκ. για τα «χαρτιά» ή τους κύβους) η μονάδα, ο άσος:
    • επτά ’θελα και δώδεκα κι ήλθεν μου τέρνον κι άσσο (Σαχλ. A´ PM 188).

[<ιταλ. asso <λατ. as. H λ. στο Du Cange (άσω) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. άσσος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσσος s. άσος.
[Λεξικό Γεωργακά]
Ασσουάν s. Aσουάν.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες