Παράλληλη αναζήτηση
170 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσπρο το [áspro] Ο39 : (ιστ.) βυζαντινό και τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας. || (παρωχ., πληθ.) χρήματα, περιουσία.
[μσν. άσπρο(ν) (“άσπρο νόμισμα”) `νόμισμα μικρής αξίας΄ < πληθ. άσπρα < λατ. aspra `πρόσφατα νομίσματα΄ (“ακόμη τραχιά στην αφή”) < aspera ουδ. πληθ. του nummus asper (asper `τραχύς΄)]
- άσπρο [áspro] το,
- ① white color, white (syn ασπράδα):
- το ~των σπιτιών χτυπάει στα μάτια |
- ανάμεσα στις έννοιες ~ και μαύρο υπάρχουν πολλά άλλα, όσο το πλήθος των χρωμάτων (Tatakis)
- ⓐ white part of sth, white:
- το ~του ματιού the white of the eye (syn ασπράδι 1) |
- θέλεις πόδι από το κοτόπουλο ή ~;
- ⓑ pl άσπρα τα, white clothes (ant μαύρα):
- ήρθε ντυμένη στα άσπρα
- ⓒ bot variety of white wine grape (syn σύρτικο)
- ② Byzantine and Ottoman coin of small denomination (gen ασπρού):
- phr ασπρού δουλειά (άνθρωπος) work (person) of little or no value |
- τον έκανε απ' ασπρού s. απασπρού |
- prov τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα money can bring down the stars, money can help one achieve difficult goals |
- περίμενε να σταυρώσει κάνα ~ από τα δοσίματα που 'χε ρίξει στα γεννήματα και στο εμπόριο (Prevelakis) |
- δέκα άσπρα πληρωθήκανε ο καθένας για τον κόπο (Petsalis) |
- folks. να πιάσω αγάδες ζωντανούς και Tούρκους κι Aρβανίτες, | να φέρουν τ' άσπρα στην ποδιά και τα φλωριά στον κόρφο (NPolitis) |
- poem σε πήρα επίμονα χωρίς ένα άσπρο προίκα (Rotas)
[fr postmed, MG, ByzG άσπρον 'white (silver-) coin' (4th c. AD) ← Lat n. asperum (fr nummus asper)]
- ① white color, white (syn ασπράδα):
- ασπρο- [aspro] & ασπρό- [aspró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ασπρ- [aspr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του άσπρου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κίτρινος, ασπρόμαυρος, ~κόκκινος, άσπρος και κίτρινος, άσπρος και μαύρος / κιτρινόασπρος, μαυρόασπρος κτλ.· ~γάλαζος, άσπρος και γαλάζιος· (πρβ. γαλανόλευκος). 2. με αναφορά στα άσπρα ρούχα: ~ντυμένος, λευκοντυμένος. || ασπρόρουχα, με αναφορά στα άσπρα εσώρουχα ή στα άσπρα υφασμάτινα είδη του νοικοκυριού ή και γενικά σε απλή αντιδιαστολή προς τα χρωματιστά ρούχα του νοικοκυριού. 3. (σε κτητικά σύνθετα) χαρακτηρίζει αυτόν που έχει άσπρο το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης, ~χέρης. 4. στην κοινή ονομασία φυτών: ασπράγκαθο, ~λούλουδο, ασπρόξυλο. II. σε παρασύνθετες λέξεις: Aσπροθαλασσίτης σε αντιδιαστολή προς το Mαυροθαλασσίτης.
[μσν. ασπρο- θ. του επιθ. άσπρ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ασπρο-γένης, ασπρο-κόκκινος, ασπρο-φορώ]
- ασπρο- [aspro-] 1st me of cpds
- white (syn λευκο-):
- nouns ασπρόγατος, ασπρολούλουδο, ασπροπούλι etc |
- adjs ασπροδόντης, ασπρολαίμης, ασπρομάτης, ασπρόφτερος, ασπροχειλιασμένος etc; ασπρόθολος, ασπροκίτρινος, ασπρόμαυρος etc; ασπροστολισμένος, ασπροΰφαντος, ασπροφώτιστος etc
[der of άσπρος2]
- white (syn λευκο-):
- άσπρο(ν) το.
-
- 1) Ασημένιο νόμισμα του Βυζαντινού Κράτους:
- γενέσθαι το μουζούρι το σιτάρι άσπρα ρ´ (Byz. Kleinchron. A´ 18426).
- 2) Oθωμανικό νόμισμα (τουρκ. akçe· βλ. Λιάτα 1996: 95-100, κ.α.):
- άσπρα και φλωρία (Χρον. σουλτ. 38 27)·
- τον έβαλεν εις την φυλακήν … διά ένα ήμισυ ριάλι και άσπρα δεκατέσσερα (Σουμμ., Pεμπελ. 171).
- 3) Nόμισμα (της Kύπρου):
- ονομίσματα οκτακόσιες χιλιάδες άσπρα της Kύπρου (Mαχ. 60813).
- 4) (Πληθ.) χρήματα (γενικά):
- τ’ άσπρα θέλομε ομπροστά να ’ρθει να τα μετρήσει (Eυγέν. 515).
[ουδ. του επιθ. άσπρος ως ουσ. H λ. (‑ον) τον 11. αι. (LBG) και σήμ. (‑ο)]
- 1) Ασημένιο νόμισμα του Βυζαντινού Κράτους:
- ασπροβαμμένος, -η, -ο [asprovaménos]
- painted white (syn ασπρισμένος 2, λευκοβαμμένος):
- ασπροβαμμένη εκκλησία |
- ασπροβαμμένο σπίτι |
- η οικογενειακή βάρκα .. κομψή, ασπροβαμμένη, λικνιζόταν στα ρηχά .. νερά (Xenop) |
- ξεχωρίζει η εκκλησιά της Aγίας Mαρίνας .. με το ασπροβαμμένο καμπαναριό της (Varelas)
[cpd w. βαμμένος]
- painted white (syn ασπρισμένος 2, λευκοβαμμένος):
- ασπροβδόμαδο [asprov∂όma∂o] το,
- week following Easter Sunday (syn L εβδομάδα της διακαινησίμου)
[cpd w. βδομάδα ← εβδομάδα]
- ασπροβόλημα [asprovόlima] το, region.
- white appearance, sheen (syn ασπρογάλιασμα):
- το ~των σπιτιών
[der of ασπροβολώ]
- white appearance, sheen (syn ασπρογάλιασμα):
- ασπροβολώ [asprovolό] ασπροβολάει, ipf ασπροβολούσα
- appear or shine white or bright, gleam (syn ασπρίζω B1):
- απροβολάει η αστροφεγγιά, το χιόνι |
- κάπου κάπου μια τσακμακόπετρα φρεσκοπλυμένη ασπροβολά χάμω (Petsalis) |
- πήρα να τριγυρίσω αποκεί μεριά, σκεπασμένος μ' ένα σκούρο ύφασμα, για να μην ~στους δρόμους (Valdaseridis) |
- poem .. βαθιά σε λάκκωμα ξεκρίνει | χωριό ν' ασπροβολάει μέσ' τα δεντρά κλ (Kazantz Od 19.303) |
- .. ακέρια η ασυνόριστη πεδιάδα ασπροβολούσε (Sikel)
[cpd w. -βολώ; cf γεννοβολώ, φεγγοβολώ etc]
- appear or shine white or bright, gleam (syn ασπρίζω B1):
- ασπρογαλάζιος, -α, -ο [asproγalázjos]
- blue-and-white (syn ασπρογάλαζος, ασπρογάλανος, ασπροθαλασσίς, L γαλανόλευκος, κυανόλευκος):
- ασπρογαλάζια καταχνιά |
- poem άλλο ας μη βλέπουμε απ' αυτό τ' ασπρογαλάζιο χρώμα, | που σειέται στον αέρα (Myrtiotissa)
[cpd w. γαλάζιος]
- blue-and-white (syn ασπρογάλαζος, ασπρογάλανος, ασπροθαλασσίς, L γαλανόλευκος, κυανόλευκος):