Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσπονδος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που δε δέχεται διαλλαγή, συμφιλίωση· αδιάλλακτος:
- μίσος … άσπονδον (Γλυκά, Aναγ. 189)·
- β) απαραβίαστος:
- φιλίαν άσπονδον (Δούκ. 5517).
- α) Που δε δέχεται διαλλαγή, συμφιλίωση· αδιάλλακτος:
- 2) (Mε γεν.) που παραβαίνει συμφωνία, κ.τ.ό.:
- ως κακόν … και ως άσπονδον γαρ όρκου (Eρμον. Ζ 76).
[αρχ. επίθ. άσπονδος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσπονδος -η -ο [ásponδos] Ε5 : για πρόσωπα ανάμεσα στα οποία είναι αδύνατη η συμφιλίωση, που τα χωρίζουν αγεφύρωτες διαφορές· ασυμφιλίωτος: Είναι άσπονδοι εχθροί. || (ειρ.): Άσπονδοι φίλοι, εχθροί που υποκρίνονται ότι είναι φίλοι. || Tους χωρίζει άσπονδο μίσος, πολύ βαθύ. || (μτφ.): Είναι ~ εχθρός του καπνίσματος / του διαβάσματος κτλ., τα απεχθάνεται.
[λόγ. < ελνστ. ἄσπονδος, αρχ. σημ.: `που δεν έκανε ανακωχή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσπονδος, -η, -ο [áspon∂os] (L)
- implacable, bitter (near-syn αδιάλλακτος 1, αδυσώπητος, ασυμφιλίωτος):
- ~αντίπαλος, κατήγορος, σύμμαχος |
- άσπονδη έχθρα |
- άσπονδο μίσος |
- ~ εχθρός sworn (bitter) enemy |
- πόθος τους είναι η δυσφήμιση των άσπονδων φίλων τους στα καφενεία της πατρίδας (Christidis) |
- όσοι .. ωφελήθηκαν από το ξεπούλημα, έγιναν .. οι ασπονδότεροι οχτροί του πάπα (Kazantz) |
- poem είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων | δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κλ (Solom) |
- εχύθηκαν στην άσπονδη μάχη, | ως να ετρέχαν σε γάμου χαρά (Markoras) |
- .. θα ξεφύγει | για λίγην ώρα της ζωής και του θανάτου | τ' άσπονδο ζύγι (AMatsas)
[fr kath άσπονδος ← MG, PatrG ← K, AG]
- implacable, bitter (near-syn αδιάλλακτος 1, αδυσώπητος, ασυμφιλίωτος):