Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπλαχνος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άσπλαχνος, επίθ.,
βλ. άσπλαγχνος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσπλαχνος -η -ο [ásplaxnos] Ε5 : που είναι αδιάφορος για τον ανθρώπινο πόνο, που δε συμπονά αυτόν που υποφέρει και έχει ανάγκη από βοήθεια: Είναι άσπλαχνη (γυναίκα). Έχει άσπλαχνη καρδιά. άσπλαχνα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~ στους γονείς του.

[ελνστ. ἄσπλαγχνος, αρχ. σημ.: `χωρίς σπλάχνα, χωρίς θάρρος΄, με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσπλαχνος, -η, -ο [ásplaxnos]
  • cruel, heartless, ruthless, pitiless, merciless (syn αλύπητος 2):
    • ~άνθρωπος, δαίμονας, κριτικός, Xάρος |
    • ~ τόπος |
    • άσπλαχνη γυναίκα, κόρη, μάνα |
    • άσπλαχνη εκδίκηση, καρδιά, μοίρα, πάλη |
    • άσπλαχνο βλέμμα, τέρας, χέρι |
    • άσπλαχνα λόγια |
    • η φωνάρα του ακούστηκε βαριά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο (Karkavitsas) |
    • απομείναμε στο έλεος των άσπλαχνων, άμυαλων δυνάμεων, που εμείς τις ξυπνήσαμε (Kazantz) |
    • ήταν άσπλαχνοι στην εκδίκηση και τρυφερότατοι στη φιλία (Ouranis) |
    • για το άσπλαχνο ξερίζωμα των ακακιών ο .. Π.Δ. έγραψε το παρακάτω επίγραμμα (Skouzes) |
    • folks. άσπλαχνη, δεν με λυπάσαι; άσε με στο χάλι μου (Passow) |
    • poem .. τα μαύρα του βόδια | φυσομανούν στο κέντημα της άσπλαχνης βουκέντρας (Valaor)

[fr postmed, MG άσπλαχνος ← MG άσπλαγχνος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες