Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσπιλος, επίθ.
-
- 1) Aκηλίδωτος (υλικώς), καθαρός:
- (Eρμον. B 234).
- 2) (Mεταφ.) άψογος, άμεμπτος, ανεπίληπτος:
- (Θρ. Θεοτ. 114).
[αρχ. επίθ. άσπιλος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aκηλίδωτος (υλικώς), καθαρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσπιλος -η -ο [áspilos] Ε5 : που δεν έχει την κηλίδα μιας ανήθικης πράξης· άμεμπτος, αγνός: Tο δικαστήριο τον αθώωσε παμψηφεί και τον απέδωσε άσπιλο στην κοινωνία. Tο παρελθόν του είναι άσπιλο. || (εκκλ.): H άσπιλη Παρθένος.
[λόγ. < ελνστ. ἄσπιλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσπιλος, -η, -ο [áspilos] (L)
- ① unstained, unsoiled, spotless, clean, pure (syn ακηλίδωτος 1, ασπίλωτος 1, near-syn πεντακάθαρος):
- άσπιλη ασπράδα, θάλασσα, ομορφιά, πάστρα |
- άσπιλο κρίνο, μάρμαρο |
- άσπιλο άσπρο φουστάνι |
- ~ βυθός της λίμνης |
- μια επιφάνεια λευκή, απέριττη, άσπιλη, σαν βωμός, περίμενε την τέλεση κάποιας λατρείας (KPolitis) |
- χαμηλά κάτω στ' ακροθαλάσσι συρμένη μια λευκή, μιαν άσπιλη γραμμή αμμουδιά (Petsalis) |
- το χιόνι κάτω απλώνεται άσπιλο (Panagiotop) |
- ο αέρας χτυπούσε στ' αναμμένα πρόσωπά μας κρύος, ~, φιλτραρισμένος από τα φύλλα των ευκαλύπτων (Lazaridis) |
- poem .. στάσου, διαβάτη, | μπροστά στην ήσυχη λίμνη με τους άσπιλους κύκνους (Seferis)
- ② fig unsullied, untarnished, irreproachable, blameless, clear (syn ακηλίδωτος 2, άμεμπτος, ανεπίληπτος, άψογος):
- ~κυβερνήτης |
- άσπιλη προσωπικότητα |
- άσπιλη διαγωγή, συνείδηση |
- άσπιλο ποινικό μητρώο |
- βγήκε ~από το σκάνδαλο |
- κάθε άνθρωπος, που εμφανίζεται στο δημόσιο βίο, πρέπει να 'χει άσπιλη ιδιωτική ζωή (Roufos) |
- κανείς δεν μπορούσε να θεωρηθεί πιο άφθαρτος απ' αυτόν τον τιμημένο και άσπιλο επιστήμονα (Theotokas) |
- έφθασαν στην κορυφή με την αξία τους και με την τιμιότητά τους, καθαροί και άσπιλοι (Stasinop)
- ③ immaculate, undefiled, unblemished, chaste, pure (syn αμόλευτος 2, αμόλυντος 2, άμωμος2):
- άσπιλη αρετή, ψυχή |
- relig άσπιλη σύλληψη immaculate conception; incorrectly also virgin birth (cf άσπορη σύλληψη) |
- δεν ατενίζουν προς τους νέους ορίζοντες σαν προς κάτι το άσπιλο και το ονειρώδες (Ouranis) |
- ο άγγελος με όλη την άσπιλη αγνότητά του χαίρει για το αγαθό (Papanoutsos) |
- προσπάθησε ν' ανακαλύψει .. την παρθένα φύση του ανθρώπου στην κατάσταση της άσπιλης απλότητας (id.) |
- γνώρισες το ρίγος το ερωτικό στην πιο άσπιλη κι εξιδανικευμένη μορφή του (Palaiologos)
[fr kath άσπιλος ← MG, PatrG ← K (also pap)]
- ① unstained, unsoiled, spotless, clean, pure (syn ακηλίδωτος 1, ασπίλωτος 1, near-syn πεντακάθαρος):