Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσπαρτος -η -ο [áspartos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σπείρει, που δεν είναι σπαρμένο. α. για χωράφι όπου δεν έχουν ρίξει σπόρο. β. για σπόρο που δεν τον έριξαν στο χωράφι: Άφησε το σιτάρι άσπαρτο.
[αρχ. ἄσπαρτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσπαρτος, -η, -ο [áspartos]
- unsown (syn ανάσπαρτος, άσπορος 1):
- άσπαρτα καλαμπόκια, κουκιά, φασόλια |
- στη χώρα όπου τα πάντα φυτρώνουν άσπαρτα και ακαλλιέργητα (Delmouzos) |
- τα χωράφια μένουν άσπαρτα εξαιτίας της πολύμηνης αναβροχιάς (Floros) |
- poem αλιά σ' αυτούς, που κείτονται | στον άσπαρτο βυθό! (Markoras) |
- τη μυρουδιά των λουλουδιών θα φέρει μακριά | μακριά ως τους άσπαρτους κήπους (Rantos)
[fr postmed (Somavera) άσπαρτος ← PatrG, K, AG]
- unsown (syn ανάσπαρτος, άσπορος 1):