Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσοφος -η -ο [ásofos] Ε5 : (σπάν.) που δεν είναι σοφός, που δεν τον χαρακτηρίζει η σοφία, η γνώση ή η σύνεση.
άσοφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄσοφος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσοφος1 [ásofos] ο, (L)
- unlearned or unwise person (ant ο σοφός):
- το προφητικό χάρισμα απονέμεται σε άσοφους και σοφούς (Dimaras) |
- ισχύς του άσοφου η σιωπή και η ασάφεια (Palaiologos) |
- poem .. όσο κι αν τα διαλαλήσεις, | άλλα οι σοφοί και άλλα οι άσοφοι | θα καταλάβουν (Tsatsos)
[substantiv. m of άσοφος2]
- unlearned or unwise person (ant ο σοφός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσοφος2, -η, -ο [ásofos] (L)
- unlearned, unwise (ant σοφός):
- ~δάσκαλος, ποιητής |
- άσοφη κουβέντα, κρίση, ψυχή |
- άσοφο έργο |
- δε θα ήταν άσοφο να γυρίσουμε πρώτα κι απ' όλα στην πνοή, στη μορφή και στη γλώσσα του κρητικού θεάτρου (Palam) |
- οι καλλιτέχνες .. πρέπει να μένουν θεωρητικώς άσοφοι, για να είναι πρακτικώς σοφοί (Michelis) |
- δεν περιφρονεί τη χειρωνακτική δουλειά ούτε τους άσοφους πολίτες (Evelpidis) |
- ο .. Σωκράτης είναι αμείλιχτος κριτής της άσοφης ικανότητας των ποιητών για δημιουργία (Andronikos)
[fr kath άσοφος ← PatrG ← K, AG]
- unlearned, unwise (ant σοφός):