Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσος ο [ásos] Ο18 : (οικ.) 1. ο αριθμός ένα: Πήρε έναν άσο στο διαγώνισμα. α. πλευρά του ζαριού που είναι σημαδεμένη με μία μόνο βούλα: Έφερε άσους. β. χαρτί της τράπουλας που έχει μόνο ένα χαρακτηριστικό σημάδι: ~ μπαστούνι / σπαθί / κούπα / καρό. ΦΡ μένω ~, με εγκαταλείπουν όλοι και μένω μόνος. μένω στον άσο, αποτυχαίνω, ενώ είχα ελπίδες επιτυχίας, ή κάνω λάθος υπολογισμούς και μένω αδέκαρος. ~ κρυμμένος στο μανίκι, κρυφό πλεονέκτημα που θα χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. 2. (μτφ.) για κπ. που είναι πρώτος, άριστος, που διακρίνεται σε κπ. τομέα: Είναι ~ στα μαθήματα / στο κολύμπι / στη δουλειά του. Σ΄ αυτό το πανεπιστήμιο πηγαίνουν όλοι οι άσοι. Είναι ~ του βολάν, για πολύ ικανό οδηγό αυτοκινήτου. || (ειρ.): Είναι ~ στα ψέματα / στις κολακείες.
ασάκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α: Έφερε ~. [1: ιταλ. asso -ς· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. as]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσος [ásos] ο, (sp. also άσσος) pl άσοι & ασαίοι οι,
- ① ace, one (usu at cards, dice, dominoes):
- ~σπαθί ace of clubs |
- έφερε άσους he threw snake eyes |
- πήρε άσο στα μαθηματικά he got the lowest possible grade in math (syn πήρε μονάδα) |
- poem .. έχει ρίξει | δύο άσους και τεσσάρι ο Aχιλλέας (Stavrou Ar)
- ⓐ cardplaying or dicing (syn χαρτιά, L χαρτοπαιξία; ζάρια):
- έχασε όλα του τα λεφτά στον άσο
- ⓑ phr μένω στον άσο become impoverished (syn phr μένω απένταρος)
- ② decisive argument or move, trump card, clincher (syn ατού):
- ψυχραμένη αυτήνη όλη η συντροφιά μ' εμένα, ότι δεν τους άφησα τότε εις την Συνέλεψη να παίξουν τον άσο τους (Makryg)
- ③ fig ace, champion, expert (near-syn μάνα, μάστορας):
- ~του βολάν ace racing driver |
- ~στην αεροπορία flying ace |
- ~ της επιστήμης, της σκηνής |
- ~ στη ζαχαροπλαστική |
- ~ στο μπιλιάρδο, στο πήδημα |
- ~ αεροπόρος ace flyer (pilot) |
- είναι ~ στα ψέματα he is an expert liar |
- η ομάδα αυτή τροφοδότησε την εθνική με τους άσους της |
- ο ~ των διπλωματών, ο Tαλεϋράνδος, περνούσε τις ώρες του παίζοντας χαρτιά (Evelpidis) |
- ο ~ των σαμποτέρ σκοτώθηκε (ChZalokostas) |
- έχει γίνει ~ στην τεχνική αυτή, .. που τη χρησιμοποιεί με μαεστρία (Chatzinis)
[fr postmed (Somavera) άσος ← It asso 'one single, one' (15th c.) ← Lat as (assis) 'unit, unity, one'; Fr as (12th c.) in game of dice]
- ① ace, one (usu at cards, dice, dominoes):