Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσμα το [ázma] Ο48 : α.(λόγ.) τραγούδι. ΦΡ κύκνειο(ν)* ~. || (ειρ.) για τραγούδι χαμηλού καλλιτεχνικού επιπέδου: Tο ραδιόφωνο έπαιζε στη διαπασών διάφορα λαϊκά άσματα. β. ύμνος, ψαλμός. γ. υποδιαίρεση ποιητικού έργου: H «Θεία Kωμωδία» του Δάντη υποδιαιρείται σε άσματα.
[λόγ. < αρχ. ᾆσμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσμα1 [ázma] το, (L)
- ① song (syn τραγούδι, L ωδή):
- αγύρτικα, δημώδη άσματα |
- ~ ξενιτειάς |
- διαγωνισμός άσματος |
- OT Άσμα Aσμάτων Song of Songs |
- κύκνειο ~ swan song |
- συνηθούν να τραγουδούν άσματα ανάλογα με την κατάστασή τους (Solom) |
- πηγαίνει στην Aυλή της Bιέννης να σπουδάσει απαγγελία και ~(Athanasiadis-N) |
- τα ρεμπέτικα, όπως και τα δημοτικά τραγούδια, είναι άσματα· άσματα που χορεύονται (IPetrop) |
- poem και μέσ' τη νύχτα εχάθηκα, μ' ~θριάμβων κλ (Gryparis)
- ② subdivision of a long poem, canto (syn κάντο):
- ξαναδιάβασε τα δυο άσματα της Kολάσεως του Δάντη (Petsalis)
[fr kath άσμα ← postmed (Somavera), PatrG ← K (also pap), AG]
- ① song (syn τραγούδι, L ωδή):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσμα2 s. άσθμα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασμάλτωτος -η -ο [azmáltotos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν καλύψει με στρώμα σμάλτου.
[α- 1 σμαλτώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασμάλτωτος, -η, -ο [azmáltotos]
- unenamelled (ant εμαγέ, σμαλτωμένος):
- ασμάλτωτο κόσμημα
[cpd w. *σμαλτωτός (: σμαλτώνω)]
- unenamelled (ant εμαγέ, σμαλτωμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- ασμάραγδος ο,
- βλ. σμάραγδος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασμάρι s. σμάρι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασματικός -ή -ό [azmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο άσμα.
[λόγ. < μσν. ασματικός < ασματ- (άσμα) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασματικός, -ή, -ό [azmatikós] (L)
- ① of or pertaining to songs, lyrical (syn λυρικός):
- τον αποκαλεί άρχοντα του υψηλότερου ασματικού τόνου (Papatsonis)
- ② Christ rel composed of or containing religious hymns:
- τις βιογραφίες των γνωστών μαρτύρων τις βρίσκει κανείς συνήθως μέσα στις ασματικές τους ακολουθίες (Vacalop) |
- η υμνογραφική δημιουργία του Δαμασκηνού .. κορυφώνεται στους ύμνους, που συνιστούν τους ασματικούς κανόνες του Πάσχα (Kanellop)
[fr kath ασματικός ← PatrG, der of p μα]
- ① of or pertaining to songs, lyrical (syn λυρικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασμάτιο [azmátio] το, (L)
- short or simple song, ditty (syn τραγουδάκι):
- δεν μπορώ να πω ότι φωνές αγγέλων έμελπαν παρθενικά ασμάτια (Palaiologos)
[fr kath ασμάτιον ← PatrG ← AG, dimin of p μα]
- short or simple song, ditty (syn τραγουδάκι):