Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσκηση η [áskisi] Ο33 : 1α.σύνολο προγραμματισμένων, συνήθ. τυποποιημένων και επαναλαμβανόμενων κινήσεων ή δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την ανάπτυξη σωματικών ή πνευματικών ικανοτήτων: Γυμναστικές ασκήσεις. Tο κολύμπι / η ορειβασία είναι καλή σωματική ~. Πνευματικές ασκήσεις, αινίγματα, σταυρόλεξα κτλ. Tο πιάνο θέλει πολλή ~. Kάνω ~ στα γαλλικά. ~ προσοχής / μνήμης. ~ της υπομονής. β. πρακτική εφαρμογή μιας θεωρητικής διδασκαλίας: Aσκήσεις ορθογραφίας / προφοράς. Γραμματικές / γλωσσικές ασκήσεις. Έλυσε ένα πρόβλημα και τρεις ασκήσεις. γ. (στρατ.) μορφή πρακτικής εκπαίδευσης των στρατιωτικών που σκοπεύει στην προετοιμασία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους: Aσκήσεις πυκνής τάξης / μάχης. Aσκήσεις ακριβείας. || οργανωμένη εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων σε συνθήκες πολέμου· γυμνάσια: Στρατιωτικές / ναυτικές ασκήσεις. Διακλαδική* ~. δ. θεληματική στέρηση υλικών απολαύσεων, ασκητικός τρόπος ζωής. 2. συστηματική, επαγγελματική κυρίως απασχόληση με κτ.: H ~ της ιατρικής / της δικηγορίας / του επαγγέλματος του γιατρού / του δικηγόρου. || (Δικηγορική) ~, υποχρεωτική θητεία πτυχιούχου νομικής σε δικηγορικό γραφείο, ύστερα από την οποία επιτρέπεται να λάβει μέρος στις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος. 3. χρήση κάποιου δικαιώματος ή εκτέλεση κάποιας υποχρέωσης: ~ ποινικής δίωξης / έφεσης / εκλογικού δικαιώματος. Ο αστυνομικός τραυματίστηκε κατά την ~ των καθηκόντων του. H ~ καλόπιστης κριτικής είναι δεκτή. || για κτ. που επιβάλλεται σε κπ. άμεσα ή έμμεσα: ~ βίας / επιρροής.
[λόγ.: 1α, γ, δ: αρχ. ἄσκη(σις) -ση· 1β, 2: σημδ. γαλλ. exercice· 3: κατά τη σημ. της λ. ασκώ3]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκηση [áscisi] η, gen άσκησης & ασκήσεως, (L)
- ① exercise, practice, training (syn εκγύμναση, εκπαίδευση, εξάσκηση):
- ασταμάτητη, επίμοχθη, σκληρή, συστηματική ~ |
- διανοητική, επιστημονική, ηθική ~ |
- ~ της ευαισθησίας, της μνήμης, των μυών |
- ~του κριτικού νου |
- η καλή απαγγελία .. πρέπει να συνδυάζεται πάντα με μιαν επίμονην ~ της φωνής (Tsatsos) |
- το αυτοκίνητο .. θα χρησίμευε και για την ~ γιατρών και μαιών στη μαιευτική στο σπίτι (Louros) |
- η αγάπη του για την ομορφιά δεν ήταν αποτέλεσμα άσκησης ή μαθητείας σε σχολές (Stamelos)
- ⓐ internship (for prospective lawyers) (near-syn μαθητεία):
- δίνεις τη μάχη της εγγραφής, των σπουδών, του πτυχίου· κι ακόμα ~κοντά σε δικηγόρο (Palaiologos)
- ② exercise, drill (syn γύμνασμα):
- αριθμητικές, γραμματικές ασκήσεις |
- γραπτές, προφορικές ασκήσεις |
- ασκήσεις μάχης combat exercises |
- ασκήσεις λόχου company drill |
- πεδίο ασκήσεων drill ground |
- ~βολής range practice |
- ~ συναγερμού (air raid) alert drill |
- ένας ποιητής .. μπορεί να κάμει το λόγο του σαν ~ φροντιστηριακή (Palam) |
- η ανάγνωση είναι μια ~, το μάθημα του λεξιλογίου είναι μια άλλη (Geros) |
- και τα άλογα και οι άνθρωποι είναι γυμνασμένοι σ' αυτήν την ~ (Vacalop) |
- οι ασκήσεις γίνονται με άδεια τουφέκια (Koumantareas)
- ⓑ physical exercise, gymnastics (syn γυμναστική):
- έλλειψη σωματικής ασκήσεως οδηγεί σε καρδιοπάθειες |
- ο Π. πίστευε πολύ στην ~που είναι το περπάτημα (Terzakis) |
- η γεωργία είναι η υγιέστερη κι ωραιότερη ~ για ελεύθερο άτομο (ChZalokostas)
- ⓒ exercise, study, étude (syn γύμνασμα):
- η συναυλία θα περιλαμβάνει μια ~τροπαρίου πάνω στο ποίημα του Γ. Σεφέρη |
- το γυμνό το περιορίζουν ακόμα και στις ασκήσεις των νέων, που σπουδάζουν στις σχολές καλών τεχνών (Charis)
- ③ exercise, practice, execution, fulfilment (syn ενάσκηση, εξάσκηση):
- ~δικαιοσύνης, εμπορίου, επιστήμης, κριτικής, λογοκρισίας |
- ~ αστικών δικαιωμάτων |
- ~ δημοσίας εξουσίας |
- ~ εισοδηματικής πολιτικής |
- στην ~ των καθηκόντων του in the exercise or performance of his duties |
- άδεια ασκήσεως επαγγέλματος license to practice (trade, profession etc) |
- να ενθαρρύνει .. την ελεύθερη ~της λαϊκής κυριαρχίας (Papanoutsos) |
- ο άνθρωπος έχει .. άπειρο πεδίο εμπρός του για την ~ της ελευθερίας του (Despotop) |
- είχε επιτρέψει την ελεύθερη ~ της θρησκευτικής λατρείας στο ποίμνιό του (Vacalop) |
- η ~ της αλιείας γινόταν πάντα στα αλίπεδα, που βρισκόταν κοντά στις ακτές (Zappas)
- ⓓ (practical) application, practice (syn εφαρμογή, πράξη, ant θεωρία):
- θεωρεί .. την καλλιτεχνική εκδήλωση μεσάζοντα σταθμό στην κίνηση του συνειδέναι από τη γνώση προς την ~της αρετής (Papanoutsos) |
- να προστεθεί τώρα εις την πρακτική αυτή ~ και η θεωρητική διδασκαλία είναι μάλλον περιττό (Kolyva) |
- είναι φανερή η πρόθεση του ποιητή να δικαιώσει .. την ~ της παραδοσιακής κλεπτοσύνης του ήρωά του (Maronitis)
- ⓔ use, application, exertion (near-syn εφαρμογή, χρησιμοποίηση):
- ~αποτελεσματικού δημοκρατικού ελέγχου |
- ~ ψυχολογικής βίας intimidation |
- τα στρατιωτικά γυμνάσια αποσκοπούν στην ~ πιέσεως στην κυπριακή κυβέρνηση |
- ενθουσιάζει τον Αμερικανό επιχειρηματία η ~ της πρωτοβουλίας του (Theotokas) |
- είναι έπειτα το είδος των πλανών, που δεν είναι δυνατόν να αποφευχθούν .. με ~ προσοχής (Tatakis)
- ④ registering, submitting (appeal, complaint etc), submission (near-syn καταχώρηση):
- ~εφέσεως |
- αγνοεί την ~ από μέρους της Ελλάδος πέντε προσφυγών στον OHE
- ⑤ ascetic life, asceticism (syn ασκητεία, ασκητική 1, ασκητισμός 1):
- βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ασκήσεώς της, για να καλογερέψει (Papatsonis) |
- οι μονές είναι .. χώροι αφιερωμένοι στη μοναστική ζωή, στην ~και τη λατρεία (Theotokas) |
- ήρθε να χτίσει .. μια κοινωνία ανθρώπων, που θα τους συνοδεύουν η κοινή προσευχή κι η κοινή ~ (MMountes) |
- poem της αγιοσύνης αρχηγοί, του ασκητισμού κορώνες, | δαρμένοι από την ~
[fr kath άσκησις ← postmed, MG (Du Cange) ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① exercise, practice, training (syn εκγύμναση, εκπαίδευση, εξάσκηση):