Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσκαυλος ο [áskavlos] Ο19 : (μουσ.) πνευστό μουσικό όργανο· γκάιντα.
[λόγ. ασκ(ός) + αυλ(ός) -ος, κατά τη σημ. του ελνστ. ἀσκαύλης `παίκτης γκάιντας΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκαυλος [áskavlos] ο, (L) = ασκαύλι το
- :
- είχανε και σε τούτα τα βουνά τη γκάιδα, τον ποιμενικό άσκαυλο (Loukatos)
[fr kath άσκαυλος, cpd of ασκός & αυλός; cf Martialis (1st c. AD) ασκαύλης 'bagpiper' (also pap, 2nd c. AD & gloss)]