Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσηπτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άσηπτος, -η, -ο [ásiptos] (L)
  • ① not liable to decomposition or decay:
    • poem .. ξένο | σώμα άσηπτο, που της ζωής τους δρόμους φράζει (Melissanthi)
  • ② med = ασηπτικός

[fr kath άσηπτος ← K, AG (Hippocr, Xenoph), cpd w. σηπτός (Aristotle): cf εύσηπτος 'easily putrefying or decaying']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες