Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσημος, επίθ.
-
- (Προκ. για πρόσωπο) ασήμαντος, αφανής:
- (Bίος Aλ. 3984).
[αρχ. επίθ. άσημος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πρόσωπο) ασήμαντος, αφανής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσημος -η -ο [ásimos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που, επειδή δεν είναι αξιόλογο(ς), είναι σχεδόν άγνωστο(ς). ANT διάσημος: Είναι ένας ~ δικηγόρος / καλλιτέχνης. Ένα άσημο χωριό που οι κάτοικοί του ζουν μακριά από τον κόσμο.
[λόγ. < αρχ. ἄσημος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσημος1 [ásimos] ο, (L)
- insignificant or unimportant person (syn ασήμαντος1, ασημότητα 2):
- ο πλούσιος δεν θα απαξιώσει να βαφτιστεί με το φτωχό, ο ευπατρίδης με τον άσημο (Tatakis) |
- αν έπλενε τα πόδια του δοξασμένου ο ~ .. η σκηνή θα ήταν ασήμαντη (Kanellop)
[substantiv. m of άσημος2]
- insignificant or unimportant person (syn ασήμαντος1, ασημότητα 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσημος2, -η, -ο [ásimos] (L)
- ① not bearing or set off by a distinguishing mark, unmarked (syn in ασημάδευτος 1):
- poem μόνο στον τάφο μου τον άσημο, | Eλλάδα, εσύ νικάς ακόμα (Athanas)
- ② conveying no sense, unintelligible:
- όσα γλωσσικά στοιχεία έγιναν δηλωτικώς άσημα, πολλές φορές αποκτούν νέες χρηστικές δυνατότητες (Stathis, adapted)
- ③ insignificant, unimportant, obscure, unknown (syn ασήμαντος2 1, near-syn άγνωστος2 1):
- ~αθλητής, δικηγόρος, ηγεμόνας, ποιητής |
- άσημη θεατρίνα |
- άσημη πόλη |
- άσημο φυτό, χωριό |
- δεν είχαν τον ηρωισμό να δεχθούν μια ζωή άσημη και ελεεινή χάριν της τέχνης (Tsatsos) |
- η Aισθητική .. μένει ακόμη κλάδος ~και επικουρικός της έδρας της Συστηματικής Φιλοσοφίας (Moustoxydis) |
- μικρότερα και πιο άσημα σπήλαια συναντάς κι αλλού στις ελληνικές ακροθαλασσιές (Zappas) |
- για τους ασημότερους νεκρούς δεν έδειξε το ίδιο ενδιαφέρον (Papachatzis)
[fr kath άσημος ← MG, K (also pap) ← AG]
- ① not bearing or set off by a distinguishing mark, unmarked (syn in ασημάδευτος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασημόσκονη η [asimóskoni] Ο32 : σκόνη από ασήμι ή από απομίμηση ασημιού, που χρησιμοποιείται στη διακοσμητική.
[ασημο- + σκόνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημόσκονη [asimóskoni] η,
- ① a fine substance or powder consisting of silver particles:
- μελάνη με ~ |
- κάδρο βαμμένο με ~ |
- άφησε την ~ από τα πέλματά της πάνω σ' όλα τα σκαλοπάτια (Myriv) |
- πασπαλισμένο ολούθε με ψιλή ~ [το δεντράκι] θα φάνταζε χιονισμένο (AAGeorgiadis-K)
- ② fig glittering dust or particles:
- αντίκρυσε τα σμάρια των ανάερων παγανών να παιγνιδίζουν στην ~του αέρα (Karagatsis) |
- τα δέντρα και τα θάμνα πασπαλησμένα μ' ~ μοιάζανε σα λιγάκι μουδιασμένα κάτου από το φως του φεγγαριού (Kovvatzis)
[cpd w. σκόνη]
- ① a fine substance or powder consisting of silver particles:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημοσουγιάς [asimosuyás] ο, (& ασημοσουγιά η,) region. (Epir, Sterea)
- silver jackknife or pocketknife:
- folks. να γένω κι ασημοσουγιά | να καθαρίζεις μήλα (Vasileiou)
[cpd w. σουγιάς]
- silver jackknife or pocketknife:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημόσταχτος, -η, -ο [asimóstaxtos]
- silvery-gray, silvery (syn in αργυρόσταχτος):
- το ασημόσταχτο χρώμα του [ψαριού], τα λοξά του μάτια .. της έκαμαν εντύπωση (Segditsas)
[cpd w. σταχτίς]
- silvery-gray, silvery (syn in αργυρόσταχτος):