Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσεμνος, επίθ.
-
- Αισχρός:
- άσεμνον μοιχείαν (Σωσ. 69).
[αρχ. επίθ. άσεμνος. Η λ. και σήμ.]
- Αισχρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσεμνος -η -ο [ásemnos] Ε5 : 1.για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ή η εξωτερική εμφάνιση έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται σεμνό και ευπρεπές, κυρίως στο σεξουαλικό τομέα και συνήθ. για γυναίκα. 2. για κτ. που θεωρείται ότι προσβάλλει το δημόσιο αίσθημα της αιδούς και κυρίως για κτ. που προκαλεί σεξουαλικά: Άσεμνα αστεία. Άσεμνες φωτογραφίες / πράξεις / χειρονομίες. || (ως ουσ.) το άσεμνο: Ο νόμος περί ασέμνων, για δημοσιεύματα σε έντυπα και για θεάματα.
άσεμνα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [λόγ. < αρχ. ἄσεμνος `αναξιοπρεπής, ταπεινός΄ σημδ. γαλλ. indécent]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσεμνος, -η, -ο [ásemnos] (L)
- indecent, obscene, lewd (syn in ασελγής 1):
- άσεμνη στάση, φωτογραφία |
- άσεμνο δημοσίευμα, θέαμα, ντύσιμο, τραγούδι |
- άσεμνα καμώματα, παραμύθια |
- άσεμνες χειρονομίες έκανε στους φιλάθλους ο τερματοφύλακας |
- ξέσπασαν τότες στα γέλια οι Tούρκοι κι αντιλαλούσαν οι λόγγοι με τ' άσεμνα χωρατά τους (Eftaliotis) |
- βρίσκαμε τρελά κοριτσόπουλα πρόθυμα γι' άσεμνα παιχνίδια (Xenop) |
- χορεύουν μπροστά σας άσεμνους και προκλητικούς χορούς (Ouranis) |
- δεν φαίνεται να εξετίμησε ποτέ .. τον άσεμνο ερωτισμό (Theotokas) |
- poem .. πια δεν θα τον δω | στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας | να χαίρεται κλ (Kavafis)
[fr kath άσεμνος ← MG ← K (also pap), AG, cpd w. σεμνός]
- indecent, obscene, lewd (syn in ασελγής 1):